ἀδιάγνωστος
English (LSJ)
ἀδιάγνωστον, indistinguishable, D.S.1.30; ἀ. τῷ χρώματι τοῦ ἐδάφους Antig.Mir.25(29); hard to distinguish or understand, ὀνόματα Aristid. Quint.1.5.
Spanish (DGE)
-ον
1 que no se puede distinguir ὁ τῆς λίμνης τύπος D.S.1.30, ὀνόματα Aristid.Quint.7.13, ἀ. τῷ χρώματι τοῦ ἐδάφους Antig.Mir.25(29).
2 difícil de leer Ptol.Tetr.1.21.21.
Greek (Liddell-Scott)
ἀδιάγνωστος: -ον, ὃν δὲν δύναταί τις νὰ διαγνώσῃ, διακρίνῃ, Διόδ. 1. 30· δύσκολος νὰ διακριθῇ ἢ κατανοηθῇ, ὀνόματα, Ἀριστείδ. Κουϊντιλ. 9. 14.
Russian (Dvoretsky)
ἀδιάγνωστος: неразличимый, незаметный (ὁ τῆς λίμνης τύπος Diod.).
German (Pape)
nicht zu erkennen, τύπος DS. 1.30; schwer zu verstehen, Aristid.Quint. p. 49.
Translations
indistinguishable
Belarusian: нераспазнавальны, неадметны; Bulgarian: неразличим; Catalan: indistingible; Czech: nerozlišitelný; Dutch: ononderscheidbaar, niet te onderscheiden; Finnish: mahdoton erottaa; French: indistinguable, indistinguible; Galician: indistinguible, indistinguíbel; Georgian: განუსხვავებელი; Greek: πανομοιότυπος, ολόιδιος, φτυστός; Ancient Greek: ἀδιάγνωστος, ἀδιάζευκτος, ἀδιάφορος, ἀνέποπτος, ἀπαράλλακτος; Hungarian: megkülönböztethetetlen; Polish: nieodróżnialny; Portuguese: indistinguível; Romanian: indistingibil, nedistingibil; Russian: неразличимый; Spanish: indistinguible