ἀδιάθετος

English (LSJ)

ἀδιάθετον,
A not disposed or not set in order, Sch.Ar.Nu.1370, etc.; στίχοι ἀδιάθετοι Sch.Il.22.487.
2 having made no will, intestate, Plu.Cat.Ma.9, D.Chr.54.4, POxy.105.6 (ii A.D.), al.
b not disposed of by will, PGrenf.1.17 (ii B. C.), Sammelb.4638.5.

Spanish (DGE)

-ον
I 1desordenado στίχοι Sch.Bek.Il.22.487
subst. τὸ ἀδιάθετον = desorden ἀλλήλοις ἐνεκάλουν ... τὸ ἀσυμπαθὲς ἤγουν ἀδιάθετον Cyr.Al.Luc.1.49.
2 no canónico εὐαγγέλιον Epiph.Const.Haer.51.18.
II jur.
1 de pers. que no ha testado, intestado Plu.Cat.Ma.9, D.Chr.54.4, ἄτεκνον καὶ ἀδιάθετον τελευτῆσαι POxy.105.6 (II d.C.), εἰ ἀγενὴς καὶ ἀ. τις ἀποθάνοι SEG 48.592.9 (Delfos II d.C.), cf. PAmh.72.8 (III d.C.), ἀδιαθέτων ... ἀπαίδων τελευτώντων Cod.Iust.6.4.4.10
en el giro ἐξ ἀδιαθέτου equiv. al lat. ab intestato Iust.Const.δέδωκεν 7, Nou.1.1.1, Cod.Iust.1.5.15, cf. POxy.2709.13 (III d.C.).
2 de cosas no incluido en el testamento μεταλλάξαντος τὸν βίον καὶ ἀπ[ο] λιπόντος ἡμῖν τὰ ὑπάρχοντ' αὐτῷ ἀδιάθετα habiendo fallecido y habiéndonos dejado sus propiedades sin testamento, PDryton 33.5 (II a.C.).
III adv. ἀδιαθέτως = sin hacer testamento, PMasp.151.37 (VI d.C.), Ath.Scholast.Coll.7.7 (p.87).

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
intestat.
Étymologie: , διατίθημι.

Russian (Dvoretsky)

ἀδιάθετος: не оставивший завещания Plut.

Greek (Liddell-Scott)

ἀδιάθετος: -ον, ὁ μὴ διατεθειμένος, μὴ διατεταγμένος, Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Νεφ. 1370, κτλ.· στίχος ἀδ., Σχολ. εἰς Ἰλ. Χ. 487. 2) ὁ μὴ ποιήσας, μὴ καταλιπὼν διαθήκην, Πλουτ. Κάτων πρεσβ. 9, Δίων Χρυσ. 2. 281: - Ἐπίρρ. ἀδιαθέτως, Ἀχμ. Ὀνειρ. 97.

Greek Monotonic

ἀδιάθετος: -ον (διατίθεμαι), αδιάθετος, αυτός που δεν έχει διαθήκη, σε Πλούτ.

Middle Liddell

[διατίθεμαι]
intestate, Plut.

Translations

intestate

English: intestate; French: intestat, intestate; Danish: arvelader uden testamente; Dutch: zonder achterlating van testament; German: nicht testamentarisch geregelt, ohne Testament; Greek: αδιάθετος, χωρίς διαθήκη; Ancient Greek: ἀδιάθετος; Italian: intestato; Maltese: abintestat; Spanish: intestado; Portuguese: intestado; Swedish: dödsbo utan testamente; Irish: díthiomnóir; Manx: neuhymnagh; Maori: mate wirakore