αδιάθετος

From LSJ

Ῥοπή ‘στιν ἡμῶνβίος, ὥσπερζυγός → Paulo momento, ut trutina, vita impellitur → Wie eine Waage hält das Leben Gleichgewicht

Menander, Monostichoi, 465

Greek Monolingual

-η, -ο (ΑΜ ἀδιάθετος, -ον)
1. αυτός που πεθαίνοντας δεν άφησε διαθήκη
2. αυτός που κληρονομήθηκε χωρίς διαθήκη
νεοελλ.
1. αυτός που δεν έχει διάθεση, δηλ. σωματική ή ψυχική ευεξία, κακοδιάθετος, ελαφρά άρρωστος
2. αυτός που δεν διατέθηκε ή δεν χρησιμοποιήθηκε για κάποιο σκοπό («αδιάθετο κεφάλαιο»)
3. (για εμπορεύματα) αυτός που δεν διατέθηκε στην αγορά, απούλητος, αξόδευτος
μσν.
αυτός που δεν τέθηκε σε τάξη, ο μη διατεταγμένος.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < - στερητ. + διατίθημι.
ΠΑΡ. νεοελλ. αδιαθεσία, αδιαθετώ].