ἀδιάρθρωτος
English (LSJ)
ἀδιάρθρωτον,
A not jointed or not articulated, Arist.HA579a24,al.
II confused, λόγος Arr.Epict.1.17.1, Plu.2.378c.
2 not distinctly conceived, unanalysed, Phld.D.1.24 (Comp.); δόξα Alex.Aphr.in Metaph.26.22.
3 of literary style, disjointed, ἀ. ἐν σχήμασι Hermog.Id.2.11.
III unorganized, Arr.Epict.4.8.10.
IV Adv. ἀδιαρθρώτως = without distinction, Gal.16.240, cf. Alex.Aphr.in Metaph. 61.4, Plot 3.8.9.
Spanish (DGE)
-ον
I de cosas y abstr.
1 no articulado, inarticulado de partes orgánicas ἐλέφας τὰ περὶ τοὺς δακτύλους ἀδιαρθρωτότερα ἔχει τῶν ποδῶν Arist.HA 497b23, cf. 579a24, 580a7, en un feto ἡ καρδία ... καὶ ὁ ἐγκέφαλος καὶ τὸ ἧπαρ ἀδιάρθρωτα ... ᾖ καὶ ἀμόρφωτα Gal.4.542, cf. 3.252, 4.73, Phlp.Aet.543.1.
2 inarticulado, confuso λόγος Plu.2.378c, Arr.Epict.1.17.1, ἐπιβολή Ptol.Iudic.6.9, ὀδυρμός Gr.Nyss.M.46.1145C, ἔννοια Procl.in R.2.297
•no organizado, confuso de conceptos, opiniones πρόληψις Arr.Epict.4.8.10, δόξα Alex.Aphr.in Metaph.26.24
•del estilo dislocado, desigual Hermog.Id.2.11 (p.403).
II de pers. confuso, torpe, lerdo τοῖς ... ἀδιαρθρώτοις ἀρχή ... παρατροπῆς τοῦτο τὸ ὄνομα γίνεται Gr.Nyss.Ref.Eun.354.23.
III adv. ἀδιαρθρώτως = sin distinción Gal.16.240, Plot.3.8.9.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
inarticulé, confus, inintelligible.
Étymologie: ἀ, διαρθρόω.
Greek (Liddell-Scott)
ἀδιάρθρωτος: -ον, ὁ μὴ διηρθρωμένος, συνεζευγμένος, συνδεδεμένος, ἀσύνδετος, Ἀριστ. Ἱ. Ζ. 2. 1, 5, καὶ ἀλλ. ΙΙ. ἐπὶ τῆς φωνῆς, ἄναρθρος, Πλούτ. 2. 378C. - Ἐπιρρ. -τως, ἄνευ διακρίσεως, Γαλην. 16. σ. 240.
Russian (Dvoretsky)
ἀδιάρθρωτος:
1 нерасчлененный, несформировавшийся (δάκτυλοι Arst.);
2 нечленораздельный, неясный (λόγος Plut.).
German (Pape)
ungegliedert, nicht ausgebildet, Arist. H.A. 2.1, ἀδιαρθρωτότερα, wo vor Bekker ἀδιαρθρότερα stand; πόδες Ael. H.A. 16.20; (eigtl. von der Aussprache) undeutlich, λόγος ἀτελὴς καὶ ἀδ. Plut. Is. et Os. 48.