ἀδμής
English (LSJ)
ῆτος, ὁ, ἡ, poet. for ἀδάματος, (Hom. only in Od.), of maidens,
A unwedded, παρθένος ἀδμής 6.109,228; ἀδμῆτας ἀδελφάς S.OC1056 (lyr.).
2 of animals, unbroken, ἡμίονοι.. ἀδμῆτες Od.4.637.
3 c. gen., ἀδμᾶτες νούσων unsubdued by... B.Fr.19.
Spanish (DGE)
-ῆτος
1 de anim. que no está domado o domesticado ἡμίονοι Od.4.637, βοῦς h.Merc.103, πῶλος Epicr.8.4, μόσχος Babr.37.7, ἵπποι Luc.Zeux.6.
2 de hombres, c. gen. ἀδμῆτες νούσων no vencidos por las enfermedades B.Fr.23.1.
3 de diosas y mujeres virgen παρθένος Od.6.109, 228, h.Cer.145, Hes.Fr.59.4, A.Supp.149, S.OC 1056, A.R.3.4, 4.897, Nonn.D.47.236, IEryth.224.10 (II d.C.).
• Etimología: Cf. δάμνημι.
French (Bailly abrégé)
ῆτος (ὁ, ἡ)
non encore soumis au joug ; p. anal. encore vierge.
Étymologie: ἀ, δάμνημι.
German (Pape)
ῆτος, ungebändigt, ἡμίονοι, noch nicht angejocht, Od. 4.637; παρθένος, unvermählt, 6.103, 228; H.h. Ven. 82; Soph. O.C. 1059; Ap.Rh. 1.671; νούσων ἀδμῆτες, Krankheiten nicht unterworfen, Bacchyl. frg. 33.
Russian (Dvoretsky)
ἀδμής: ῆτος adj.
1 неукрощенный, т. е. не приученный к ярму (ἡμίονοι Hom.);
2 девственная, незамужняя (παρθένος Hom.; ἀδελφαί Soph.).
Greek (Liddell-Scott)
ἀδμής: ῆτος, ὁ, ἡ, ποιητ. ἀντὶ τοῦ ἀδάματος, Ὅμ. μόνον ἐν Ὀδ. ἐπὶ νεανίδων, ἀνύπανδρος, ἄγαμος· Παρθένος ἀδμής, Ζ. 109, 228· οὕτως ἀδμῆτας ἀδελφάς, Σοφ. Ο. Κ. 1056. 2) ὡς τὸ ἄδμητος, ἐπὶ κτηνῶν, ἅπαξ ἐν Ὀδ., ἡμίονοι ... ἀδμῆτες, Δ. 637. 3) μετὰ γεν. ἀδμᾶτες νούσων, ἀκατάβλητοι ὑπό ... Βακχυλ. 34.
English (Autenrieth)
(δάμνημι): untamed, unbroken; παρθένος, ‘unwedded;’ cf. δάμαρ. (Od.)
Greek Monotonic
ἀδμής: -ῆτος, ὁ, ἡ,
1. ποιητ. αντί ἀδάματος, αδάμαστος, απείθαρχος, μη εξημερωμένος, λέγεται για ζώα, σε Ομήρ. Οδ.
2. επίσης, λέγεται για νεαρές παρθένους, ανύπαντρη, άγαμη, στο ίδ.
Middle Liddell
[poetic for ἀδάματος,]
1. untamed, of cattle, Od.
2. of maidens, unwedded, Od.