ἀκατάκλαστος

English (LSJ)

ἀκατάκλαστον, not to be broken, stubborn, Sch.Od.10.329.

Spanish (DGE)

-ον
rígido, inflexible, no dominable glos. a ἄκαμπτος Hsch., glos. a ἀκήλητος Sch.Od.10.329.

Greek (Liddell-Scott)

ἀκατάκλαστος: ὃν δὲν δύναταί τις νὰ θραύσῃ, ἄκαμπτος, ἰσχυρός, Σχόλ. εἰς Ὀδ. Κ. 329, Εὐστ.

Greek Monolingual

ἀκατάκλαστος, -ον (Α) κατακλῶ
1. όποιος δεν μπορεί να σπάσει ή να λυγίσει, ο ισχυρός
2. αδυσώπητος, ανένδοτος.