ἀκιρός

English (LSJ)

ἀκιρόν (Aeol. ἄκιρος, α, ον),
A weak, sc. γυνή, Theoc.28.15; πτέρυγες Nic.Al.559; v.l. Hes.Op.435 (Sup.), cf. EM48.50. Adv. ἀκιρῶς· εὐλαβῶς, ἀτρέμας, Hsch.
II ἀκιρός· ὁ βορρᾶς, Id.

Spanish (DGE)

(ἀκῐρός) -ή, -όν
• Prosodia: [ᾰ-]
• Morfología: [eol. sg. gen. fem. ἀκίρας Theoc.28.15; ép. plu. dat. ἀκιρῇσι Nic.Al.558]
I 1débil, flojo, endeble πτέρυγες Nic.l.c.
subst. (sc. γυνή) εἰς ἀκίρας a casa de una (mujer) endeble Theoc.l.c.; cf. ἀκιρής.
2 ἀκιρός· ὁ βορρᾶς Hsch.
II adv. ἀκιρῶς = tranquilamente, con cuidado Hsch.
• Etimología: Etim. desc.; cf. ἀκιδνός de igual sign.

Greek (Liddell-Scott)

ἀκῐρός: -όν, (ἄλλ. ἄκῐρος, α, ον), Θεόκρ. 28.15· ἑτέρα γραφὴ ἐν Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 433· λέξις ἀμφιβόλου σημασ., πιθανῶς, ἀκιδνός.

Greek Monolingual

ἀκιρός, -όν (Α)
ασθενικός, αδύνατος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αγνωστης ετυμολ., βλ. και ἀκιδνός.

Greek Monotonic

ἀκῐρός: -όν, πιθ. = ἀκιδνός, σε Θεόκρ.

Frisk Etymological English

See also: ἀκιδνός

Middle Liddell

[prob. = ἀκιδνός, Theocr.]

Frisk Etymology German

ἀκιρός: {akirós}
Forms: — ἀκιρῆ· ἀσθενῆ, ἀκιρῶς· εὐλαβῶς, ἀτρέμας H.
Meaning: schwach Theok. 28, 15 (ἄκιρος, äol.), Nik., als v.l. Hes. Op. 435, ΕΜ.
Etymology: Dunkel; vgl. ἀκιδνός, ἀκιδρός. — Bei H. auch ἀκιρός· ὁ βορρᾶς. Vgl. Hoffmann Dial. 2, 222, Bechtel Dial. 1, 116.
Page 1,53