ἀκμαστικός

English (LSJ)

ἀκμαστική, ἀκμαστικόν,
A = ἀκμαῖος, Hp. Septim.28; ἀ. πυρετός Gal.10.615, of a continuous fever; ἀ. πρόσωσα persons in their prime, Cat.Cod.Astr.2.173.
2 = ἀκμαῖος 1.2, σχήματα Hermog.Id.1.10.

Spanish (DGE)

-ή, -όν
1 que está en su momento culminante ἡλικία Hp.Hebd.28, cf. Gal.12.558, πρόσωπα Cat.Cod.Astr.2.173, πυρετός Gal.10.615
de pers. que está en la flor de la vida, en lo mejor de la edad subst. οἱ ἀκμαστικοί Steph.in Hp.Progn.188.25.
2 ret. culminante σχήματα Hermog.Id.1.10 (p.273).

Greek (Liddell-Scott)

ἀκμαστικός: -ή, -όν, = ἀκμαῖος, ἀκμ. πυρετός, Γαλην. 10, 615, ἐπὶ συνεχοῦς πυρετοῦ, ὁπότε ἡ θερμοκρασία διατηρεῖται ὑψηλὴ διαρκῶς· ἐπίσης ὁμότονος. ― Ἐπίρρ. -κῶς, Θεοδ. Μετοχ. 59.

Greek Monolingual

ἀκμαστικός, -ή, -ὸν (Α) ἀκμάζω
ο ακμαίος.

German (Pape)

ἀκμαῖος, Sp.