ἀκύθηρος

English (LSJ)

ἀκύθηρον,(Κῠθήρη) like ἀναφρόδιτος, without charms, Cic.Fam. 7.32.2; τὸ ἀ Eun.VSp.457.14B.

Spanish (DGE)

-ον
sin gracia, sin encanto Cic.Fam.7.32.2, τὸ ἀ. Eun.VS 457.

German (Pape)

ohne Cytherens Liebreiz, invenustus, Cic. fam. 7.32.

Russian (Dvoretsky)

ἀκύθηρος: (ῠ) лишенный прелести, некрасивый Cic.

Greek (Liddell-Scott)

ἀκύθηρος: -ον, (Κῠθήρη), ὡς τὸ ἀναφρόδιτος, Λατ. invenustus, ἄνευ θελγήτρων, Κικ. Fam. 7. 32, 2, Εὐνάπ. 10.

Greek Monolingual

ἀκύθηρος, -ον (Α)
ο αναφρόδιτος, αυτός που δεν έχει ερωτικά θέλγητρα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < - στερητ. + Κυθήρη, άλλη ονομασία της Αφροδίτης].