ἀλαβαστοθήκη

English (LSJ)

ἡ, case for alabaster ornaments, Ἐφ. Ἀρχ. 1908.443, D. 19.237; generally, small box or casket, Ar. Fr. 548 (-στρο-), PLond. 2.12 (-στρο-).

Middle Liddell

ἀλάβαστος, θήκη
alabaster box, a case for alabaster ornaments, Dem.

German (Pape)

[Seite 88] ἡ, Dem. 19, 237, = ἀλαβαστροθήκη.

French (Bailly abrégé)

c. ἀλαβαστροθήκη.

Greek (Liddell-Scott)

ἀλᾰβαστοθήκη: ἡ, θήκη διὰ κοσμήματα ἐξ ἀλαβάστρου, Δημ. 415. 5· καθόλου, μικρὸν κιβώτιονκίστη, Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 463· ἴδε ἀλάβαστρος.

Greek Monolingual

ἀλαβαστοθήκη, η (Α)
1. σκεύος για τη φύλαξη αλαβάστρινων κοσμημάτων
2. μικρό κουτί, κουτάκι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < (ἀλάβαστος + θήκη.

Greek Monotonic

ἀλᾰβαστοθήκη: ἡ, θήκη για κοσμήματα από αλάβαστρο, σε Δημ.

English (Woodhouse)

alabaster box, case for alabaster ornaments