ἀλυτάρχης

English (LSJ)

ὁ, chief of police at Olympic games, Luc.Herm. 40, Inscr.Olymp.240; ἀ. τῶν μεγάλων' Ολυμπίων BCH28.81 (Tralles), cf. Cod.Theod.15.9.2 (Antioch.).

Spanish (DGE)

-ου, ὁ
• Alolema(s): tb. ἀλλυτάρχης Ἀρχ.Ἐφ. 1905.255 (Olimpia III d.C.)
jefe de policía en los juegos Olímpicos, Luc.Herm.40, Eos 48(2).232 (Tralles), Ἀρχ.Ἐφ. l.c., Io.Mal.Chron.12.311
en otros lugares Sardis 64.10, Cod.Theod.15.9.2, cf. Hsch.

German (Pape)

[Seite 111] ὁ, der Oberste der Polizeidiener in Olympia, nach E. M.; an Würde der nächste nach den Hellanodiken, Luc. Hermot. 40.

Greek Monolingual

ο (AM ἀλυτάρχης) (Μ και ἀλύταρχος)
1. ο επικεφαλής τών αλυτών, τών κατώτερων οργάνων, επόπτης της τάξεως σε δημόσιους αγώνες (κατά το αξίωμα ήταν αμέσως μετά τους ελλανοδίκες).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀλύτας, ἀλύτης «ραβδοφόρος, υπεύθυνος για την τήρηση της τάξεως στους ολυμπιακούς αγώνες» + -άρχης < ἄρχω.
ΠΑΡ. μσν. ἀλυταρχία, ἀλυταρχικός, ἀλυταρχῶ].

Russian (Dvoretsky)

ἀλυτάρχης: ου ὁ главный блюститель общественного порядка (в Олимпии) Luc.