ἀμβλυόχρους
English (LSJ)
ἀμβλυόχρουν, faint, ἥλιος Lyd.Ost.9c (vv.ll. ἀμβλυώχρους, -ωχρος).
Greek (Liddell-Scott)
ἀμβλυόχρους: ουν, ὁ ἔχων ἀμβλύ, πελιδνὸν χρῶμα, λέξις μεταγ.
Greek Monolingual
ἀμβλυόχρους, -ουν (Μ)
αυτός που έχει χρώμα αμαυρό, πελιδνό ή απροσδιόριστο, ο θαμπός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμβλὺς + -χρους < -χροος < χρώς «χρώμα»].