ἀμείδητος

English (LSJ)

ον, = ἀμειδής, LXX Wi. 17.4; νύξ ARh. 2.908; βέρεθρον Orph. A. 975; Τάρταρος IG 14.769 (Naples).

Spanish (DGE)

-ον
• Morfología: [fem. ἀμειδήτη GDRK 53.8]
1 de pers. o del rostro humano que no sonríe, triste πρόσωπον LXX Sap.17.4, Nonn.D.12.122, ᾍδης AP 7.439 (Theodorid.), Τάρταρος GVI 1883 (Nápoles), νέκυες AP 7.58 (Iul.), Φερσεφον<ε>ίη GDRK l.c.
subst. ἀνάσσων αἰὲν ἀμειδήτων reinando eternamente sobre los tristes (e.d. los muertos), AP 7.59 (Iul.).
2 gener. fig. sombrío, triste, lúgubre νύκτες A.R.2.908, πένθος IG 12(5).302 (Paros I/II a.C.), βέρεθρον Orph.A.967.

German (Pape)

[Seite 120] dasselbe, Ἅιδης Theodor. 11 (VII, 439); νέκυες Iul. Aeg. 66 (VII, 58); νύκτες Ap. Rh. 2, 908.

Russian (Dvoretsky)

ἀμείδητος: Anth. = ἀμειδής.

Greek (Liddell-Scott)

ἀμείδητος: -ον, = τῷ προηγ., Ἑβδ. (Σοφ. Σολ. ιζ΄, 4): νὺξ Ἀπολλ. Ρόδ. Β. 908· βέρεθρον Ὀρφ. Ἀργ. 975· Τάρταρος Συλλ. Ἐπιγρ. 5816: - ὡσαύτως ἀμειδίᾱτος, ον, Δίων Χρυσόστ. 1.169.

Greek Monolingual

ἀμείδητος, -ον (Α) μειδιῶ
αμειδίαστος, σκυθρωπός, σκοτεινός.