ἀμειδής
English (LSJ)
ἀμειδές, not smiling, gloomy, Plu.2.477e, Orph.A.1079, Opp.C.2.459.
Spanish (DGE)
-ές
• Morfología: [neutr. plu. ἀμιδέα GVI 1839.1 (Licaonia III d.C.)]
1 de pers. o del rostro humano que no sonríe, adusto ἀνιαρὸν πρόσωπον καὶ ... εὐμειδές τε καὶ ἀμειδές Adam.2.28, ἀμειδέος Αἰδωνῆος GDRK 30.79, χεῖλος ἀμειδές, ἀκίνητον, ἢν λαλῇ Aret.SD 1.7.12, de Eurípides, Sud.s.u. Εὐριπίδης.
2 fig. tétrico, terrible βίον ἀμειδῆ καὶ κατηφῆ Plu.2.477e, ψυχὴν δὲ ἀμειδέες Aret.SD 2.6.8, πορδαλίων δ' οὐ γῆρυν ἀμειδέα πεφρίκασιν Opp.C.2.459, ἀμειδέα παιδὸς ἐδητύν Opp.C.3.236, οἳ ἀμειδέα θύσθλα φέρουσι Orph.A.1075, ἀμιδέα δώματα Ἅδ[ο] υ GVI l.c., ὀπωπή Nonn.D.38.220, ὀργὴν οὖν πρήϋνον ἀμειδέα Orác. en Sud.δ 1145, ἀμειδές· στυγνόν Hsch., cf. ἀμειδές· ἀγέλαστον Hsch.
German (Pape)
[Seite 120] ές, nicht lachend, traurig, βίος Plut. tranq. an. a. E.; Opp. C. 3, 236.
Russian (Dvoretsky)
ἀμειδής: (никогда) не улыбающийся, т. е. невеселый, печальный (βίος Plut.).
Greek (Liddell-Scott)
ἀμειδής: -ές, ὁ μὴ μειδιῶν, κατηφής, Πλούτ. 2. 477Ε, Ὀρφ. Ἀργ. 1086, Ὀππ.
Greek Monolingual
ἀμειδής, -ές (Α) μειδιῶ
αμειδίαστος, αγέλαστος, σκυθρωπός.