ἀμειδής

From LSJ

πεσούσης νυκτός, πάσα γυνὴ Λαΐς εστί → at nightfall, every woman is a Laïs | all cats are gray at night | all cats are gray by night | all cats are gray in the dark | all cats are grey at night | all cats are grey by night | all cats are grey in the dark | all women look the same with the lights off | when lights are out all women look the same

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀμειδής Medium diacritics: ἀμειδής Low diacritics: αμειδής Capitals: ΑΜΕΙΔΗΣ
Transliteration A: ameidḗs Transliteration B: ameidēs Transliteration C: ameidis Beta Code: a)meidh/s

English (LSJ)

ἀμειδές, not smiling, gloomy, Plu.2.477e, Orph.A.1079, Opp.C.2.459.

Spanish (DGE)

-ές
• Morfología: [neutr. plu. ἀμιδέα GVI 1839.1 (Licaonia III d.C.)]
1 de pers. o del rostro humano que no sonríe, adusto ἀνιαρὸν πρόσωπον καὶ ... εὐμειδές τε καὶ ἀμειδές Adam.2.28, ἀμειδέος Αἰδωνῆος GDRK 30.79, χεῖλος ἀμειδές, ἀκίνητον, ἢν λαλῇ Aret.SD 1.7.12, de Eurípides, Sud.s.u. Εὐριπίδης.
2 fig. tétrico, terrible βίον ἀμειδῆ καὶ κατηφῆ Plu.2.477e, ψυχὴν δὲ ἀμειδέες Aret.SD 2.6.8, πορδαλίων δ' οὐ γῆρυν ἀμειδέα πεφρίκασιν Opp.C.2.459, ἀμειδέα παιδὸς ἐδητύν Opp.C.3.236, οἳ ἀμειδέα θύσθλα φέρουσι Orph.A.1075, ἀμιδέα δώματα Ἅδ[ο] υ GVI l.c., ὀπωπή Nonn.D.38.220, ὀργὴν οὖν πρήϋνον ἀμειδέα Orác. en Sud.δ 1145, ἀμειδές· στυγνόν Hsch., cf. ἀμειδές· ἀγέλαστον Hsch.

German (Pape)

[Seite 120] ές, nicht lachend, traurig, βίος Plut. tranq. an. a. E.; Opp. C. 3, 236.

Russian (Dvoretsky)

ἀμειδής: (никогда) не улыбающийся, т. е. невеселый, печальный (βίος Plut.).

Greek (Liddell-Scott)

ἀμειδής: -ές, ὁ μὴ μειδιῶν, κατηφής, Πλούτ. 2. 477Ε, Ὀρφ. Ἀργ. 1086, Ὀππ.

Greek Monolingual

ἀμειδής, -ές (Α) μειδιῶ
αμειδίαστος, αγέλαστος, σκυθρωπός.