ἀμπελικός

English (LSJ)

ἀμπελική, ἀμπελικόν, of the vine, v.l. in Hp.Acut. (Sp.)5, cf. M.Ant.8.46; χωρίον IG7.2808 (Hyettus); ἀμπελικά, τά, tax on vineyards, PPetr.3p.243, cf. Vett. Val.76.10; also ἀμπελική, ἡ, PPetr.3p.289. Adv. ἀμπελικῶς Arr.Epict.2.20.18.

Spanish (DGE)

-ή, -όν
I 1de la vid ἔργα PLond.163.19 (I a.C.), καρποί PLond.163.16 (I a.C.).
2 propio de la viña οὐδὲ (sc. συμβαίνειν τι δύναται) ἀμπέλῳ ὃ οὐκ ἔστιν ἀμπελικόν M.Ant.8.46, cf. Vett.Val.76.10
de viña o viñedo χωρίον IG 7.2808a.24 (Hieto, Beocia III a.C.), SB 5810.11 (IV a.C.), 4481.7 (V a.C.), 9777.13 (VI a.C.), κτήματα BGU 1122.38 (I a.C.) en BL 2(2).24, κτῆμα BGU 2127.2 (II a.C.), PSI 1119.8 (II a.C.), POxy.56.10 (III a.C.), 2723.8 (III a.C.).
3 subst. ἀμπελικόν viña, SB 10990.11 (V/VI d.C.).
II adv. -ῶς como vid πῶς γὰρ δύναται ἄμπελος μὴ ἀμπελικῶς κινεῖσθαι; ¿cómo puede una cepa no comportarse como vid? Arr.Epict.2.20.18.

German (Pape)

[Seite 128] vom Weinstock, Hippocr. – Adv., nach Art des Weinstocks, Arr.

Greek (Liddell-Scott)

ἀμπελικός: -ή, -όν, ὁ τῆς ἀμπέλου, ὁ εἰς ἄμπελον ἀνήκων, Ἱππ. 405. 34: - Ἐπίρρ. -κῶς Ἀρρ. Ἐπίκτ. 2. 20, 18.

Greek Monolingual

-ή, -ό (Α ἀμπελικός, -ή, -ὸν) ἄμπελος
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο αμπέλι.