ἀμφίεργος
English (LSJ)
ἀμφίεργον, worked or prepared in two ways, ἡμιβρεχῆ καὶ ἡμίειλον ἥν καλοῦσί τινες ἀ. Thphr. CP 3.23.1.
Spanish (DGE)
-ον
castigado de dos maneras por el sol y la lluvia γῆ Thphr.CP 3.23.1.
German (Pape)
[Seite 139] doppelt bearbeitet, γῆ, halb beregnet, halb besonnt, ἡμιβρεχὴς καὶ ἡμίειλος Theophr.
Greek (Liddell-Scott)
ἀμφίεργος: -ον, λέξις γεωργ. περὶ τῆς καταστάσεως τῆς γῆς κατὰ τὸν χρόνον τῆς σπορᾶς, ὅταν δὲν εἶναι καλῶς πεποτισμένη ὑπὸ τοῦ ὕδατος καὶ δὲν τὴν βλέπῃ καλὰ ὁ ἥλιος, ἡμιβρεχῆ καὶ ἡμίειλον, ἥν δὴ καλοῦσί τινες ἀμφίεργον Θεοφρ. Αἰτ. Φ. 3. 23, 1.
Greek Monolingual
ἀμφίεργος, -ον (Α)
λέγεται για τη γη που κατά την εποχή της σποράς δεν είναι καλά ποτισμένη και δεν τή βλέπει καλά ο ήλιος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμφι- + -εργος < ἔργον.