ἀναέξω

English (LSJ)

enlarge, increase, Q.S.1.460; make grow, ἄνθος Coluth. 247:—Pass., grow, Nonn. D. 38.184, al.; grow into, be changed into, λαῖφος ἀνηέξητο καλύπτρη ib.44.243.

Spanish (DGE)

I act. tr.
1 hacer brotar Γαῖα ... ἄνθος ἀνηέξησε Colluth.245.
2 hacer crecer, criar τὴν αὐτὸς ἀνηέξησε Ἀγήνωρ Nonn.D.8.183, κοῦρον Nonn.D.48.951
fig. θυμὸν ἀ. fortalecer el ánimo Q.S.1.460.
II med. intr.
1 brotar στάχυς αὐτολόχευτος ἀνηέξητο Γιγάντων Nonn.D.4.427.
2 crecer ἀλλ' ὅτ' ἀνηέξητο φέρων εὐάνθεμον ἥβην Nonn.D.38.184
fig. como verb. cop. convertirse en τὸ δὲ λαῖφος ... ἀνηέξητο χαλύπτρη Nonn.D.44.243.

German (Pape)

[Seite 187] vergrößern, nur im aor. I. ἀναέξησε, Qu. Sm. 1, 460; Col. 245; Nonn.

Greek (Liddell-Scott)

ἀναέξω: αὐξάνομαι, μεγεθύνω, ἐπεὶ πόνος εἰς μέγα κάρτος θυμὸν ἀνηέξησε Κόϊντ. Σμ. 1. 460: κάμνω τι νὰ αὐξηθῇ, ἄνθος Κόλουθ. 241.