ἀναιδεύομαι

English (LSJ)

behaveimpudently, Ar.Eq.397 codd., Phld.Rh.1.251S.

Spanish (DGE)

ser desvergonzado, comportarse descaradamente πρὸς πᾶν Ar.Eq.397, de una prostituta ἐν προσώπω αὐτῆς Thd.Pr.7.13
c. inf. tener el descaro de ἔδωκάν μοι πληγὰς πλείους ἀναιδευόμενοι μὴ ἀποδῶναι PRyl.141.19 (I a.C.), cf. Phld.Rh.1.251., Herm.Vis.3.7.5.

German (Pape)

[Seite 189] sich unverschämt betragen, Ar. Equ. 396 u. Sp., vgl. ὑπεραναιδ.

French (Bailly abrégé)

se conduire avec impudence.
Étymologie: ἀναιδής.

Russian (Dvoretsky)

ἀναιδεύομαι: быть бесстыдным (πρός τι Arph.).

Greek (Liddell-Scott)

ἀναιδεύομαι: ἀποθ., φέρομαι ἀναιδῶς, Ἀριστ. Ἱππ. 397, πρβλ. Λοβ. Φρύνιχ. 66.

Greek Monolingual

ἀναιδεύομαι (Α) ἀναίδεια
συμπεριφέρομαι με αναίδεια, ασχημονώ, αυθαδιάζω.

Greek Monotonic

ἀναιδεύομαι: αποθ., συμπεριφέρομαι ξεδιάντροπα, σε Αριστοφ.

Middle Liddell

[from ἀναιδής.]
Dep. to behave impudently, Ar.