ἀναλωτής

English (LSJ)

ἀναλωτοῦ, ὁ, spender, waster, Id.R.552b, 552c.

Spanish (DGE)

-οῦ, ὁ
gastador, disipador τῶν ἑτοίμων Pl.R.552b, cf. 552c, D.C.73.11.2.

German (Pape)

[Seite 197] ὁ, Verschwender, Plat. Rep. VIII, 552 b.

French (Bailly abrégé)

οῦ (ὁ) :
qui dépense.
Étymologie: ἀναλίσκω.

Russian (Dvoretsky)

ἀνᾱλωτής: οῦ ὁ расточитель Plat.

Greek (Liddell-Scott)

ἀνᾱλωτής: -οῦ, ὁ, ὁ ἀναλίσκων, ὁ δαπανῶν, ὁ σπάταλος, Πλάτ. Πολ. 552Β, C.

Greek Monolingual

ο (Α ἀναλωτής)
αυτός που δαπανά, που ξοδεύει, που καταναλίσκει
νεοελλ.
αγοραστής, καταναλωτής, πελάτης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀναλίσκω.
ΠΑΡ. αναλωτικός].

Greek Monotonic

ἀνᾱλωτής: -οῦ, ὁ (ἀναλόω), δαπανηρός, σπάταλος, σε Πλάτ.

Middle Liddell

[ἀνᾱλόω]
a spender, waster, Plat.