ἀνασύρομαι

Greek Monotonic

ἀνασύρομαι: [ῡ], τραβώ τα ρούχα κάποιου, σε Ηρόδ.· μτχ. παρακ. ἀνασεσυρμένος, αισχρός, ακόλαστος, κακοήθης, σε Θεόφρ.

Middle Liddell

to pull up one's clothes, Hdt.; perf. part. ἀνασεσυρμένος obscene, Theophr.