ἀνεπιθύμητος
English (LSJ)
[ῡ], ον, without desire, opp. ἐπιθυμητικός, Stob.2.6.14, Chaerem.Hist.4.
Spanish (DGE)
-ον
1 carente de deseos σώφρονά τε γὰρ εἶναι οὔτε τὸν ... ἀνεπιθύμητον οὕτε τὸν ἐπιθυμητικόν Stob.7.20
•subst. τὸ ἀ. carencia de apetitos τὸ δὲ ἀ. (ἀπομαρτυρεῖ) ἐγκράτειαν Chaerem.Hist.6.
2 adv. -ως sin deseo ἀπαθῶς, ἀ. κόσμον ... ποιήσαι Hippol.Haer.7.21.
German (Pape)
[Seite 224] nicht begehrend, Clem. Alex.
Greek (Liddell-Scott)
ἀνεπιθύμητος: -ον, ὁ ἄνευ ἐπιθυμίας, ἀντίθετον τῷ ἐπιθυμητικός, Στοβ. Ἐκλογ. 2. 302, πρβλ. Κλήμ. Ἀλ. 632.
Greek Monolingual
-η, -ο (Α ἀνεπιθύμητος, -ον)
νεοελλ.
1. ο μη επιθυμητός, ο δυσάρεστος
2. αυτός που δεν προκαλεί ερωτική επιθυμία
3. «ανεπιθύμητος» ή «πρόσωπο ανεπιθύμητο»
(λατ. persona non grata)
αντιπρόσωπος διπλωματικός, ο οποίος καλείται να εγκαταλείψει τη χώρα στην οποία υπηρετεί
αρχ.
αυτός που δεν έχει επιθυμίες.