ἀνεπιτίμητος
English (LSJ)
[τῑ], ον,
A not to be censured, Arist.EN1154b4, etc.; τινός for a thing, D.61.54; uncriticized, Isoc.12.245.
2 unpunished, Plb.35.2.8, Onos.Praef.6, Ph.1.219.
II not estimated or rated, IG22.1241.14, cf. 2.1059.7.
Spanish (DGE)
-ον
I 1no criticado παραλείψειν ἀνεπιτίμητον τὸν λόγον Isoc.12.245
•no castigado ἐὰν ἀνεπιτίμητοι διαφύγωσιν Plb.35.2.8, cf. Ph.1.219.
2 que no se puede censurar, irreprochable op. φαῦλον Arist.EN 1154b4, τῆς σῆς φιλίας ἀνεπιτίμητον sin poder ser censurado por tu amistad D.61.54.
II no tasado (τὸ χωρίον) ἀτ[ε] λὲς καὶ ἀνεπιτίμητον IG 22.1241.14(IV/III a.C.), cf. IG 22.2498.7 (IV a.C.).
German (Pape)
[Seite 225] untadelhaft, τῆς φιλίας Dem. 61, 54; Plut. Dem. 16; ungestraft, Pol. 35, 2 u. Sp.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui ne peut être blâmé.
Étymologie: ἀ, ἐπιτιμάω.
Russian (Dvoretsky)
ἀνεπιτίμητος: (τῑ)
1 не заслуживающий порицания, безупречный Isocr., Arst., Dem.: οὐδὲν ἐᾶν ἀνεπιτίμητον τῶν πραττομένων ὑπο τινος Plut. не оставлять без порицания ни одного из чьих-л. действий;
2 не подвергшийся порицанию, ненаказанный (ἀ. διαφεύγειν ἐκ τῆς πρώτης ἀμαρτίας Polyb.).
Greek (Liddell-Scott)
ἀνεπιτίμητος: [τῑ], ον, ὃν δὲν δύναταί τις νὰ ἐπιτημήσῃ, νὰ ἐπιπλήξῃ, Ἰσοκρ. 284Α, Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 7.14, 5, κτλ.· τινος διά τι πρᾶγμα, Δημ. 1417, 12. 2) ἀτιμώρητος, Πολύβ. 35. 2, 8. ΙΙ. ὁ μὴ ἐκτιμηθείς, μὴ ὁρισθείς, Συλλ. Ἐπιγρ. 103. 7. - Ἐπίρρ. -τως, ἀναφερόμενον ἐκ τῶν τοῦ Εὐστ. Πονηματίων.
Greek Monolingual
ἀνεπιτίμητος, -ον (Α)
εκείνος που δεν μπορεί κανείς να επιτιμήσει, να επιπλήξει
2. που δεν τιμωρήθηκε, ατιμώρητος.
Greek Monotonic
ἀνεπιτίμητος: -ον (ἐπιτιμάω), αυτός που δεν επιπλήττεται, τινος, για κάτι, σε Δημ.