ἐπιτιμάω

From LSJ

Ὁ δὲ μὴ δυνάμενος κοινωνεῖν ἢ μηδὲν δεόμενος δι' αὐτάρκειαν οὐθὲν μέρος πόλεως, ὥστε θηρίον θεός → Whoever is incapable of associating, or has no need to because of self-sufficiency, is no part of a state; so he is either a beast or a god

Aristotle, Politics, 1253a25
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπιτιμάω Medium diacritics: ἐπιτιμάω Low diacritics: επιτιμάω Capitals: ΕΠΙΤΙΜΑΩ
Transliteration A: epitimáō Transliteration B: epitimaō Transliteration C: epitimao Beta Code: e)pitima/w

English (LSJ)

Ion. and Delph. ἐπιτιμέω, Hdt.6.39, Schwyzer 346.11 (ii B. C.):—
A lay a value upon: hence,
1 show honour to, τινά Hdt.l.c.
2 raise in price, οἶνον ἐπιτιμάω πολύ Diph.32.27: abs., Ael.NA10.50; τὴν αἴτησιν ἐπιτιμάω = raise the demand, Anon. ap. Suid.:—Pass., rise in price, of corn, D.34.39, 50.6, PSI4.356.7 (iii A.D.).
II of judges, lay a penalty on a person, τοῖς ἐξάρνοις ἐ. ταλάντου ἑκάστῳ v.l. in Aeschin.1.113; ἐ. ἀργύριον Hermes 17.4 (Delos); but ἐπιτιμάω τὴν ἀρχαίην δίκην make the original trial the ground of punishment, Hdt.4.43.
2 object to one as blameable, τινί τι Pl.Phdr.237c, Isoc.1.17, etc.:—Pass., Arist.Po.1455a26.
b c. acc. rei only, censure, οὐ τοῦτ' ἐπιτιμῶ D.20.148, cf. Anaxandr.49:—Pass., τὸ..ὑπὸ τῶν πολλῶν ἐπιτιμώμενον X.Mem.1.2.31, cf. Arist.EN1114a29.
c c. dat. only, rebuke, censure, blame, reproach of persons, Lys.24.17; of things, τοῖς ψηφισθεῖσιν Isoc.8.52; τοῖς πεπραγμένοις D.18.64; τοῖς ἀνέμοις Ev.Matt.8.26; τινὶ περί τι Plb.8.9.1; τινὶ ὡς.. D.12.7; τῷ λόγῳ, ὅτι.. Pl.Tht.169d:—Pass., ἐπιτετιμημένος ἐπί τινι Plb.7.12.9.
d abs., ἀπό τῶν λόγῳ καλῶς ἐπιτιμησάντων by word,Th.3.38, cf. 4.28; τὸ μὲν ἐπιτιμᾶν..φήσαι τις ἂν ῥᾴδιον εἶναι D.1.16, cf. Arist.Pol.1284a27.

German (Pape)

[Seite 993] 1) hinterher ehren, z. B. einen Todten in Ehren halten, Her. 6, 39; noch dazu ehren, Plut. Artaz. 14. – 2) den Preis erhöhen, überschätzen, übertheuern, οἶνον ἐπιτετίμηκας πολύ Diphil. bei Ath. V, 228 b; Ael. V. H. 10, 50; pass. im Preise steigen, ὁ σῖτος ἐπετιμήθη Dem. 34, 39; ὁρῶντες ἐν Πειραιεῖ τὸν σῖτον ἐπιτιμώμενον 50, 6; Ann. B. C. 5, 67. – 3) von den Richtern, eine Buße zuerkennen, τὴν ἀρχαίην δίκην, die alte, schon früher bestimmte Strafe noch einmal zuerkennen, bestätigen. Her. 4, 43, öfter bei att. Rednern, τοῖς ἐξάρνοις ἐπετιμήσατε ταλάντου ἑκάστῳ, ihr habt Jedem die Strafe auf ein Talent festgesetzt, Aesch. 1, 113. – Übh. Vorwürfe worüber machen, tadeln, τινί, Thuc. 4, 28; ὀρθῶς ἐπιτιμᾷ τῇ Λακωνικῇ πολιτείᾳ Plat. Legg. I, 634 d; τῷ λόγῳ ὅτι Theaet. 169 d; τινί τι, z. B. ὃ ἄλλοις ἐπιτιμῶμεν Phaedr. 237 c; περὶ τούτων ὧν σὺ δή μοι ἐπετίμησας Gorg. 487 e, ἃ τοῖς πολλοῖς Isocr. 1, 17 u. sonst oft; ἐπετίμησε τοῖς ἀνέμοις Matth. 8, 26; τινὶ περί τι, Pol. 8, 11, 1; ἐπί τινι, 7, 11, 9; pass., τὸ κοινῇ τοῖς φιλοσόφοις ὑπὸ τῶν πολλῶν ἐπιτιμώμενον, was ihnen vom Volke vorgeworfen wird. Xen. Mem. 1, 2. 31.

French (Bailly abrégé)

ἐπιτιμῶ :
1 rendre des honneurs funèbres : τινα à qqn;
2 élever le prix de, faire renchérir, Pass. renchérir;
3 infliger : δίκην HDT une peine ; p. ext. infliger un blâme, faire un reproche : τινι à qqn.
Étymologie: ἐπί, τιμάω.

Russian (Dvoretsky)

ἐπιτῑμάω: ион. ἐπιτῑμέω
1 воздавать (оказывать) почести, чтить (τινα Her. и καλῶς τινα Plut.);
2 повышать в цене, pass. повышаться в цене, дорожать: ὁ σῖτος ἐπετιμήθη Dem. хлеб вздорожал;
3 порицать, упрекать: ἐ. τινί τι Plat., Isocr., περί τι и ἐπί τι Polyb. упрекать кого-л. за что-л.; τὸ ἐπιτιμώμενόν τινι Xen. то, что ставится в упрек кому-л.;
4 юр. (о наказании) определять, налагать (δίκην Her.; ταλάντου τινί Aeschin.).

Greek (Liddell-Scott)

ἐπιτῑμάω: ἐκτιμῶ τι, ὁρίζω τὴν τιμήν τινος, Λατ. aestimare: ἐντεῦθεν. 1) ἐν τιμῇ ἔχῳ, ἐκτιμῶ, Ἡρόδ. 6. 39. 2) ἐπιτείνω, ὑψώνω τὴν τιμὴν τῶν ὠνίων, τὸν ξενικὸν οἶνον ἐπιτετίμηκας πολὺ Δίφιλος ἐν «Ἐμπόρῳ» 1. 27· ἀπολ., Αἰλ. π. Ζ. 10. 50· ἐπιτιμῶσα δὲ τὴν ὑπὲρ τῆς ὁμιλίας αἴτησιν, αὐξάνουσα τὴν τιμήν, ἀπαιτοῦσα πλείονα, Ἀνών. παρὰ Σουΐδ. ἐν λ. ἐπιτιμῶσα: ― Παθ., ὅτι δὲ ὁ σῖτος ἐπετιμήθη πρότερον καὶ ἐγένετο ἑκκαίδεκα δραχμῶν Δημ. 918. 20, 1208. 2. ΙΙ. ἐπὶ δικαστῶν, ἐπιβάλλω ποινὴν εἴς τινα, δίκην Ἡρόδ. 4. 43, διάφ. γραφ. ἐν Αἰσχίν. 16. 10· ἐπ. ἀργύριον Συλλ. Ἐπιγρ. 2266. 6: ― πρβλ. ἐπιτιμήτωρ, ἐπιτίμιον. 2) ψέγω, κατακρίνω, Λατ. objicere, exprobare alicui, μὴ πάθωμεν ὃ ἄλλοις ἐπιτιμῶμεν Πλάτ. Φαῖδρ. 237C, Ἰσοκρ. 5D. κτλ. ― Παθ., Ἀριστ. Ποιητ. 17, 2. β) μετ’ αἰτ. πράγμ. μόνον, μέμφομαι, ἐπιτιμῶ, ὡς καὶ νῦν, οὐ τοῦτ’ ἐπιτιμῶ Δημ. 502. 12· ὅτι εἴμ’ ἀλαζών, τοῦτ' ἐπιτιμᾶς; Ἀναξανδρίδης ἐν «Φαρμακομάντει» 1: ― Παθ., τό... ὑπὸ τῶν πολλῶν ἐπιτιμώμενον Ξεν. Ἀπομν. 1. 2, 31· πρβλ. Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 3. 5, 16. γ) μετὰ δοτ. μόνον, ἀποδοκιμάζω, κατακρίνω, Λυσ. 169. 42, Ἰσοκρ. 170Α, Δημ. 246. 9? τινι ἐπί τινι Πολύβ. 7. 11, 9· περί τι ὁ αὐτ. 8. 11, 1· τινὶ ὅτι..., ὡς... Πλάτ. Θεαίτ. 169D, Δημ. 160. 15, κτλ. δ) ἀπολ., ἐπιπλήττω, λόγῳ καλῶς ἐπ. Θουκ. 3. 38, πρβλ. 4. 28· τὸν μὲν οὖν ἐπιτιμᾶν ἴσως φήσαι τις ἂν ῥᾴδιον Δημ. 13. 27, πρβλ. Ἀριστ. Πολιτικ. 3. 13, 16 κ. ἀλλ.

English (Strong)

from ἐπί and τιμάω; to tax upon, i.e. censure or admonish; by implication, forbid: (straitly) charge, rebuke.

English (Thayer)

ἐπιτίμω; imperfect 3rd person singular ἐπετίμα, 3rd person plural ἐπετίμων; 1st aorist ἐπετίμησα; the Sept. for גָּעַר; in Greek writings
1. to show honor to, to honor: τινα, Herodotus 6,39.
2. to raise the price of: ὁ σῖτος ἐπετιμηθη, Demosthenes 918,22; others.
3. to adjudge, award (from τιμή in the sense of merited penalty): τήν δίκην, Herodotus 4,43.
4. to tax with fault, rate, chide, rebuke, reprove, censure severely, (so Thucydides, Xenophon, Plato, Demosthenes, others): absolutely, τίνι, charge one with wrong, Luke ( to restrain; against whom cf. Fritzsche on Matthew, p. 325), elz strangely ἐπιτιμήσαι (1st aorist active infinitive) for ἐπιτιμμησαι (optative 3rd person singular)); or to keep one away from another, ἵνα (with a verb expressing the opposite of what is censured): λέγων (καί λέγει, or the like) and direct discourse: T omits; WH brackets λέγων); גָּעַר in to admonish or charge sharply: τίνι, ἐπιτιμήσας αὐτοῖς παρήγγειλεν, followed by the infinitive), ἵνα added, L WH text; ἵνα μή, Trench, § iv; Schmidt, chapter 4,11.)

Greek Monotonic

ἐπιτῑμάω: μέλ. -ήσω,
I. ορίζω την τιμή ενός πράγματος, Λατ. aestimare·
1. αποδίδω τιμή σε, εκτιμώ, τινά, σε Ηρόδ.
2. αυξάνω, υψώνω την τιμή — Παθ., «σηκώνομαι» στην τιμή, σε Δημ.
II. 1. λέγεται για δικαστές, επιβάλλω ποινή σε κάποιον, σε Ηρόδ.
2. με αιτ., ψέγω, επικρίνω, κακίζω, σε Δημ.· επίσης με δοτ., στον ίδ.· απόλ., σε Θουκ.

Middle Liddell

fut. ήσω
I. to lay a value upon, Lat. aestimare: hence,
1. to show honour to, τινά Hdt.
2. to raise in price:—Pass. to rise in price, Dem.
II. of judges, to lay a penalty on a person, Hdt.
2. c. acc. to censure, Dem.; also c. dat., Dem.: absol., Thuc.

Chinese

原文音譯:™pitim£w 誒披-提馬哦
詞類次數:動詞(29)
原文字根:在上-價值 相當於: (גָּעַר‎)
字義溯源:斥責,責備,責難,警戒,囑咐,禁戒,切切,勸,勸戒;由(ἐπί)*=在⋯上)與(τιμάω)=珍視)組成;其中 (τιμάω)出自(τίμιος)=珍貴的), (τίμιος)出自(τιμή)=價值),而 (τιμή)又出自(τίνω)*=付款)。這字表示斥責,警戒;如 1)責備百姓( 可10:13,48)
2)責備污鬼( 可1:25; 9:25)
3)斥責風和海( 可4:35)
同源字:1) (ἐπιτιμάω)斥責 2) (ἐπιτιμία)責罰 3) (τιμάω)珍視參讀 (ἐλέγχω)同義字
出現次數:總共(30);太(7);可(9);路(12);提後(1);猶(1)
譯字彙編
1) 責備(11) 太19:13; 太20:31; 可1:25; 可8:33; 可10:13; 可10:48; 路4:35; 路9:55; 路18:15; 路18:39; 路23:40;
2) 斥責(8) 太8:26; 太17:18; 可4:39; 可9:25; 路4:39; 路8:24; 路9:42; 提後4:2;
3) 勸(2) 太16:22; 可8:32;
4) 他⋯囑咐(1) 可3:12;
5) 責備⋯罷!(1) 猶1:9;
6) 責備⋯罷(1) 路19:39;
7) 就勸戒(1) 路17:3;
8) 他禁戒(1) 可8:30;
9) 囑咐(1) 太12:16;
10) 他切切(1) 太16:20;
11) 他斥責(1) 路4:41;
12) 切切的(1) 路9:21

Lexicon Thucydideum

reprehendere, cum exprobratione dicere, to censure, reproach, 3.38.4, 4.27.5, 4.28.1.