ατιμώρητος
From LSJ
ἔστιν δέ που ἡ μὲν ἐπὶ σώμασι γυμναστική, ἡ δ' ἐπὶ ψυχῇ μουσική → I think I am right in saying that we have physical exercise for the body and the arts for the soul
Greek Monolingual
-η, -ο (AM ἀτιμώρητος, -ον)
1. αυτός που δεν τιμωρήθηκε για κάποιο παράπτωμα
2. ο χωρίς εκδίκηση
νεοελλ.
αυτός που δεν υπόκειται σε τιμωρία, ο μη κολάσιμος
μσν.
ανώδυνος
αρχ.
αβοήθητος, ανυπεράσπιστος.