ἀνθοσύνη
English (LSJ)
ἡ, bloom, luxuriant growth, τεκέων AP5.275 (Agath.); ὑλαίη ib.11.365 (Id.).
Spanish (DGE)
-ης, ἡ
abundancia τεκέων AP 5.276 (Agath.), ὑλαίη AP 11.365 (Agath.).
German (Pape)
[Seite 233] ἡ, die Blüte, τεκέων Agath. 5 (V, 276).
French (Bailly abrégé)
ης (ἡ) :
floraison ; p. ext. fleur.
Étymologie: ἄνθος.
Russian (Dvoretsky)
Greek (Liddell-Scott)
ἀνθοσύνη: ἡ, ἄνθησις, ἡ ἀνθηρὰ βλάστησις, καὶ τεκέων εὔσταχυν ἀνθοσύνην Ἀνθ. Π. 5. 276· ὑλαίην... ἀνθοσύνην αὐτόθι 11. 365.
Greek Monolingual
ἀνθοσύνη, η (Μ)
ανθηρότητα.
Greek Monotonic
ἀνθοσύνη: ἡ (ἄνθος), άνθηση, πλούσια βλάστηση, ανάπτυξη, σε Ανθ.