ἀνιάομαι

English (LSJ)

A cure again, repair, τὸ παρεὸν τρῶμα ἀνιεῦνται (which in sense at least is an Ion. fut.) dub. in Hdt.7.236 (leg. ἀκεῦνται).

German (Pape)

[Seite 236] dep. med., wieder heilen, wieder gutmachen, τρῶμα ἀνιεῦνται, Her. 7, 237.

French (Bailly abrégé)

3ᵉ pl. prés. ion. ἀνιεῦνται;
guérir, soulager.
Étymologie: ἀνά, ἰάομαι.
2Pass. de ἀνιάω.

Russian (Dvoretsky)

ἀνῑάομαι:
I pass. к ἀνιάω.
II (только 3 л. pl. praes. ἀνιεῦνται) досл. вновь вылечивать, перен. заглаживать (τρῶμα Her.).

Greek (Liddell-Scott)

ἀνιάομαι: ἀποθ.: - πάλιν ἰῶμαι, θεραπεύω ἐκ νέου, διορθῶ, τὸ παρεὸν τρῶμα ἀνιεῦνται (ὅπερ κατὰ σημασίαν τοὐλάχιστον εἶναι Ἰων. μέλλων) Ἡρόδ. 7. 236. [Ἴδε ἐν λ. ἰάομαι].

Greek Monotonic

ἀνιάομαι: αποθ., θεραπεύω εκ νέου, επανορθώνω, σε Ηρόδ.

Middle Liddell

Dep. to cure again, repair, Hdt.