ἀνοικισμός
English (LSJ)
ὁ, = ἀνοίκισις (shifting people upward and inland), Str.9.2.17, prob. in Ph.2.526.
II rebuilding, restoration, πόλεων Hdn.3.6.9.
Spanish (DGE)
-ου, ὁ 1 emigración hacia el interior Str.9.2.17, Ph.2.526.
2 repoblación, reconstrucción τῶν πόλεων Hdn.3.6.9.
Greek (Liddell-Scott)
ἀνοικισμός: ὁ, = τῷ προηγ., Στράβ. 406. ΙΙ. ἡ ἐκ νέου κτίσις, ἀνακαίνισις, ἐπανόρθωσις, πόλεων Ἡρωδιαν. 3. 6.
Greek Monolingual
ἀνοικισμός, ο (Α)
1. ανοίκιση
2. η ανοικοδόμηση, το ξαναχτίσιμο μιας πόλης.
German (Pape)
ὁ, = ἀνοίκισις, Strab. 9.2.17; das Wiederaufbauen, πόλεων Hdn. 3.6.20.