ἀντεξαιτέω

English (LSJ)

demand in return, Plu.Alex.11.

Spanish (DGE)

exigir a su vez παρ' αὐτοῦ Φιλώταν καὶ Ἀντίπατρον Plu.Alex.11.

German (Pape)

[Seite 246] dagegen die Auslieferung Jemandes verlangen, τινά, Plut. Alex. 11.

French (Bailly abrégé)

ἀντεξαιτῶ :
réclamer en échange.
Étymologie: ἀντί, ἐξαιτέω.

Russian (Dvoretsky)

ἀντεξαιτέω: требовать в свою очередь (выдачи) (τινα Plut.).

Greek (Liddell-Scott)

ἀντεξαιτέω: ἀνταπαιτῶ, ἀντεξαιτούντων ... Φιλώταν Πλουτ. Ἀλεξ. 11.

Greek Monotonic

ἀντεξαιτέω: μέλ. -ήσω, απαιτώ ως ανταπόδοση, σε Πλούτ.

Middle Liddell

to demand in return, Plut.