ἀντερίζω

English (LSJ)

strive against, contend, ταύροις Philostr.Her.12b, cf. Hsch.

Spanish (DGE)

pelear ταύροις Philostr.Her.12b, ἀκοντισταῖς Tz.Comm.Ar.1.154.20, οὐδὲ μικροῖς ἀντήρεισε πολέμοις Plu.2.321e.

German (Pape)

[Seite 247] dagegen streiten, Philostr.

French (Bailly abrégé)

disputer contre, τινι.
Étymologie: ἀντί, ἐρίζω.

Russian (Dvoretsky)

ἀντερίζω: бороться, воевать (οὐ μικροῖς πολέμοις καὶ κινδύνοις Plut.).

Greek (Liddell-Scott)

ἀντερίζω: ἀνθαμιλλῶμαι, καθαπερανεὶ τύχη τις ἀντερίσαι... πρὸς τὴν ἄνοιαν... τῶν ἡγουμένων Πολύβ. 40. 5, 8· ταύροις Φιλόστρ. 722: ― ποιητ. ὡσαύτως ἀντεριδαίνω Νόνν. Μετάφρ. Εὐαγγ. κ. Ἰω. ζ΄, 43.

Greek Monolingual

ἀντερίζω (AM) ερίζω
ανταγωνίζομαι.