ἀντιλέων

English (LSJ)

οντος, ὁ, lion-like, formed like ἀντίθεος, Ar.Eq.1044; where, however, it is in fact a pr. n.

German (Pape)

[Seite 254] οντος, löwengleich, Ar. Equ. 1039.

French (Bailly abrégé)

οντος (ὁ) :
semblable à un lion.
Étymologie: ἀντί, λέων.

Russian (Dvoretsky)

ἀντιλέων: οντος ὁ (человек), подобный льву Arph.

Greek (Liddell-Scott)

ἀντιλέων: ὁ, ὅμοιος λέοντι, σχηματισθὲν κατὰ τὸ ἀντίθεος, Ἀριστοφ. Ἱππ. 1044· ἔνθα ὅμως εἶναι πράγματι κύριον ὄνομα.

Greek Monolingual

ἀντιλέων, ο (Α)
όμοιος με λιοντάρι.

Greek Monotonic

ἀντιλέων: ὁ, όμοιος με λιοντάρι, σχημ. όπως το ἀντίθεος, σε Αριστοφ.

Middle Liddell

lion-like, formed like ἀντίθεος, Ar.