ἀντιπαταγέω

English (LSJ)

rattle so as to drown another sound, ψόφῳ Th.3.22; τοῖς ὅπλοις Dam.Isid.63.

Spanish (DGE)

hacer un ruido que ahoga otro, contestar a un ruido con otro c. dat. ψόφῳ δὲ τῷ ἐκ τοῦ προσιέναι αὐτοὺς ἀντιπαταγοῦντος τοῦ ἀνέμου οὐ κατακουσάντων no oyéndolos porque el viento producía un ruido que apagaba el que producían ellos al andar Th.3.22, τοῦ πνεύματος ἀντιπαταγοῦντός σφισι D.C.48.48.4, τὰ εἴδωλα τῶν ψυχῶν ... τοῖς ὅπλοις ἀντιπαταγοῦντα Dam.Isid.63, c. ac. ἀνέμων ... ἀντιπαταγούντων βίας originando los vientos ruidosas ráfagas al chocar Ph.2.99
abs. οἱ δὲ κάλοι ... ἀντιπαταγοῦντες ἐτετρίγεσαν Ach.Tat.3.2.3
fig. τὸ ... κρῖνον, ἂν ἔνδοθεν ἀντιπαταγῇ <τι> καὶ ἀντηχῇ el juicio, si desde dentro contesta algo a su vez con ruido y estruendo Plu.2.1000c.

German (Pape)

[Seite 258] entgegen od. um die Wette lärmen, τινί Thuc. 3, 22.

French (Bailly abrégé)

ἀντιπαταγῶ :
répondre à un bruit par un autre.
Étymologie: ἀντί, παταγέω.

Russian (Dvoretsky)

ἀντιπᾰτᾰγέω: шуметь в ответ, заглушать (τῷ ψόφῳἀντιπαταγοῦντος τοῦ ἀνέμου Thuc.; ἀ. καὶ ἀντηχεῖν Plut.).

Greek (Liddell-Scott)

ἀντιπᾰτᾰγέω: παταγῶ, κροτῶ οὕτως ὥστε νὰ καταπνίγω ἕτερον ἦχον, παταγῶ οὕτως ὥστε νὰ μὴ ἀκούηται ἄλλος ψόφος, ψόφῳ δὲ... ἀντιπαταγοῦντος τοῦ ἀνέμου Θουκ. 3. 22.

Greek Monotonic

ἀντιπᾰτᾰγέω: μέλ. -ήσω, κάνω κρότο έτσι ώστε να «πνίγω» τους υπόλοιπους ήχους, σε Θουκ.

Middle Liddell

to clatter so as to drown other sounds, Thuc.

Lexicon Thucydideum

obstrepere, to make a noise against, 3.22.1.