ἀντιπλέκω

English (LSJ)

intertwine, in Pass., Gal.18(2).748; of crossed or reversed bandaging, Sor.Fasc.12.513C.

Spanish (DGE)

entretejer, entrecruzar οἱ στενοὶ τελαμῶνες ... κατὰ τὸ πέρας ἀντιπλεκόμενοι δεσμὸν ἐργάζονται Gal.18(2).748, cf. A.Andr.Fr.18 (p.45.20).

German (Pape)

[Seite 258] dagegen flechten, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

ἀντιπλέκω: συμπλέκω, ἐμπλέκω, πλέκω τὸ ἓν μετὰ τοῦ ἄλλου, Γαλην. τ. 12, σ. 46.

Greek Monolingual

(AM ἀντιπλέκω)
νεοελλ.
ξεπλέκω
μσν.
κάνω δολοπλοκίες εναντίον κάποιου
αρχ.
πλέκω σταυρωτά (για ταινίες και επιδέσμους).