ἀπίλλω

English (LSJ)

exclude, Lys.10.18 (nisi leg. ἀπείλλ-).

Spanish (DGE)

1 interceptar, impedir c. dat. ὅστις δὲ ἀπίλλει τῇ θύρᾳ quien impida (el acceso) a la puerta Sol.Lg.15b, cf. 25, Lys.10.17.
2 desaprovechar, desperdiciar τὸν καιρόν Dor.Ab.Doct.M.88.1736D.

German (Pape)

[Seite 291] ausdrängen, ausschließen, Lys. 10, 17 aus Solons Gesetzen, τῇ θύρᾳ ἀπ., vulg. ἀπείλλω; Lys. erkl. das Wort selbst ἀποκλείω.

French (Bailly abrégé)

serrer, enfermer.
Étymologie: ἀπό, ἴλλω.

Greek Monolingual

ἀπίλλω (Α)
αποκλείω, εμποδίζω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < απ(ο)- + ίλλω, παράλλ. τ. του ειλέω (Ι) «στριμώχνω, εγκλείω, εμποδίζω»].

Russian (Dvoretsky)

ἀπίλλω: вытеснять, выталкивать: τῇ θύρᾳ ἀ. Lys. пускать в дверь.

Middle Liddell

= ἀπειλέω
to bar the way, Lys.