ἀπαιτητής

English (LSJ)

ἀπαιτητοῦ, ὁ, tax-gatherer, PAmh.2.72, POxy.514.1 (ii A.D.), etc.

Spanish (DGE)

-οῦ, ὁ
cobrador de impuestos ἀ. ... Ἑρμοπολ(ίτου) PAmh.2.72.1, σιτολόγοι ἤται (sic) ἀ. ... κώμης Καρανίδος PN.York 3.2 (IV d.C.), ἀ. σι(τικῶν) φόρων POxy.514.1 (II d.C.), PCol.137.19 (IV d.C.).

Greek (Liddell-Scott)

ἀπαιτητής: -οῦ, ὁ, φορολόγος, εἰσπράκτωρ, Γρηγ. Νύσσ. τ. 2, σ. 237Β.

Greek Monolingual

ο (Α ἀπαιτητής)
νεοελλ.
αυτός που έχει απαίτηση, αξίωση για κάτι
αρχ.
συλλέκτης φόρων, φοροεισπράκτορας.

Translations

tax collector

Armenian: հարկահավաք; Bulgarian: бирник; Chinese Mandarin: 收稅員, 收税员, 稽徵員, 稽征员, 稅吏, 税吏; Dutch: belastinginner, tollenaar; Finnish: verottaja, veroviranomainen, veronkantaja; French: percepteur, collecteur d'impôts, publicain; German: Steuereinnehmer, Steuereinnehmerin, Zöllner; Gothic: 𐌼𐍉𐍄𐌰𐍂𐌴𐌹𐍃; Greek: φοροεισπράκτορας, φοροεισπράκτωρ; Ancient Greek: ἀπαιτητής, βίνδιξ, δασμογράφος, δεκάδαρχος, δεκατηλόγος, διαγραφάριος, εἰσάκτης, εἰσπράκτωρ, ἐκλήπτωρ, ἐκλογιστής, ἐκπράκτης, κεφαλαιωτής, λογευτής, τελώνης, τελωνητής; Hawaiian: luna ʻauhau; Hungarian: adószedő; Icelandic: skattheimtumaður; Italian: esattore; Japanese: 収税人, 収税吏; Javanese: panarik pajeg; Latin: exactor, publicanus; Macedonian: даночник; Maore Comorian: muliv̄isa latete; Maori: kaikohi tāke; Middle English: fermour; Ottoman Turkish: خراججی; Plautdietsch: Takskollakjta; Portuguese: coletor de impostos; Russian: сборщик налогов, сборщица налогов; Serbo-Croatian Cyrillic: порезник; Roman: poreznik; Slovene: dacar; Spanish: recaudador de impuestos; Swahili: mtoza ushuru; Swedish: skatteindrivare, skattmas; Ugaritic: 𐎎𐎃𐎗; Ukrainian: збирач податків; Yiddish: שטײַער־מאָנער