ἀπανθρακίς

English (LSJ)

-ίδος, ἡ, cake baked on coals, Diocl.Fr.116 (v.l. ἐπανθρακίς), cf. Hsch.

Spanish (DGE)

-ίδος, ἡ
torta cocida sobre brasas Diocl.Fr.116, Hsch.
plu. pescaditos que se preparan a la brasa, Hsch.

German (Pape)

[Seite 278] ίδος, ἡ, Bratfisch, Ath. VII, 129 b; auch ein Backwerk, v.l. ἐπανθρακίς, Ath. S. unten.

Greek (Liddell-Scott)

ἀπανθρακίς: -ίδος, ἡ, μικρὸς ἰχθὺς πρὸς ὄπτησιν, «ἀπανθρακίδες· οἱ πρὸς ὄπτησιν ἐπιτήδειοι ἰχθύες». Ἡσύχ.: ὡσαύτως, ἐπανθρακὶς (ἴδε τὴν λέξιν) Ἀθήν. 129Β. ΙΙ. πέμμα ὀπτηθὲν ἐπ’ ἀνθράκων, διάφ. γραφὴ ἐν Διοκλ. Καρυστ. παρ’ Ἀθην. 110Β, «πέμματος εἶδος ἀπανθρακὶς» Ἡσύχ.: ἴδε Στουρζ. Μακεδ. Διάλ. σ. 69.