ἀπεμφαίνω
English (LSJ)
A to be incongruous, inconsistent, Plb.6.47.10, A.D. Synt.324.23; ἀπεμφαῖνον incongruous, Stoic.2.51, Str.8.3.17, Jul.Or. 7.217c, Dam.Pr.229; to be absurd, A.D.Synt.47.8, S.E.P.3.112; -οντες θρῆνοι discordant, Marin.Procl.33; of verses faulty in metre, Aristid.Quint.1.28; τοῦ ἀπεμφαίνοντος ὀνόματος of a word similar in meaning but different in form (?), Demetr.Lac.Herc.1012.74:—Pass., to be distinguished, A.D.Pron.46.1.
II display, ἀλαζονείαν.. διὰ τῶν προσώπων Malch.p.397 D.
Spanish (DGE)
I intr.
1 ser absurdo o incongruente en ref. a lo lógico ἡ σύγκρισις τῶν ἀψύχων τοῖς ἐμψύχοις Plb.6.47.10, ὃ καὶ αὐτὸ τῶν ἀπεμφαινόντων S.E.M.10.33, cf. P.3.112, Origenes Io.2.15, Didym.M.39.1672A, τὸ γὰρ ἐν τοῖς μύθοις ἀπεμφαῖνον Iul.Or.7.217C, τῶν ἀπεμφαινόντων θρήνων Marin.Procl.33
•esp. en la forma ἀπεμφαῖνον es absurdo Chrysipp.Stoic.2.51, Str.8.3.17, A.D.Synt.47.8, Dam.Pr.229.
2 apartarse de lo normal, discrepar, ser defectuoso, diferir en ref. a la norma παραστῆσαι δὲ αὐτοῦ τὴν δύναμιν καὶ διὰ τῶν ἀπεμφαινόντων θέλοντες queriendo demostrar su poder también por defectos Corn.ND 16, c. gen. τὸ ζῶον οὐ πολὺ ἀπεμφαῖνον ἀετοῦ Hippol.Haer.4.46, cf. Dion.Ar.CH M.3.357C
•en gram. y métr. ser irregular o defectuoso οὐκ ἀπεμφαίνει ὁ λόγος A.D.Pron.112.14, τὰ τοῦ τόνου ἀπεμφαίνοντα A.D.Synt.324.23, de versos, Aristid.Quint.52.4, Mar.Vict.p.105, 106, Rufinus 6.559.25.
II tr. mostrar, esclarecer, aclarar ἀλαζονείαν διὰ προσώπων Malch.p.397 Dindorf
•abs. οὐ τοῦ ἀπεμφαίνοντος ὀνόματος [συ] νταττομένου Demetr.Lac.52
•en v. pas. ἵν' ἡ σύνθετος ἀπεμφαίνοιτο A.D.Pron.46.1, ἀναμφιβόλως ἀπεμφάνθη ἡ ἀρετή Isid.Pel.Ep.M.78.681B.
German (Pape)
[Seite 286] unähnlich, unangemessen sein, ἀπεμφαίνουσα σύγκρισις Poll. 6, 47; Sp.
Russian (Dvoretsky)
ἀπεμφαίνω:
1 представляться иным Polyb.;
2 быть странным, казаться нелепым (τοῦτο γὰρ οὐκ ἔστιν ἀπεμφαῖνον Sext.).
Greek (Liddell-Scott)
ἀπεμφαίνω: παρουσιάζω διάφορον ἐξωτερικόν, εἶμαι ἀνάρμοστος, Πολύβ. 6. 47, 10· ἐπὶ στίχων, ἐσφαλμένος κατὰ τὸ μέτρον, Σχόλ. εἰς Ἡφαιστ. Ἐντεῦθεν, ἐπίρρ. μετοχ. ἐνεστ. ἀπεμφαινόντως, οὐχὶ ἁρμοδίως, Ὠριγέν.
Greek Monolingual
ἀπεμφαίνω (Α)
είμαι αταίριαστος, ανόμοιος με το περιβάλλον.