ἀποβλάπτω
English (LSJ)
ruin utterly, Pi.N.7.60, Pl.Lg.795d:—Pass., ἀποβλαφθῆναι φίλον to be robbed of a friend, S.Aj.941.
Spanish (DGE)
• Morfología: [aor. part. gen. plu. ἀποβλαπέντων PSI 71.7 (VI d.C.)]
1 arruinar, deshacer totalmente σύνεσιν ... φρενῶν Pi.N.7.60, ὅπως ... μηδὲν τοῖς ἔθεσιν ἀποβλάπτωσιν τὰς φύσεις Pl.Lg.795d, en v. pas. ἕνεκεν δ' εἱμάτων ἀποβλαπέντων PSI l.c.
2 en v. pas. c. gen. verse privado de φίλου S.Ai.941.
German (Pape)
[Seite 297] beschädigen, σύνεσιν φρενῶν Pind. N. 7, 60; Plat. Legg. VII, 795 d. – Pass. τινός, Schaden an etwas leiden, es verlieren, φίλου Soph. Ai. 921.
French (Bailly abrégé)
Russian (Dvoretsky)
ἀποβλάπτω: окончательно портить, разрушать (σύνεσιν φρενῶν Pind.; τὰς φύσεις Plut.): ἀποβλαφθῆναί τινος Plat. лишиться кого-л.
Greek (Liddell-Scott)
ἀποβλάπτω: μέλλ. -ψω, βλάπτω, καταστρέφω ἐντελῶς, Πινδ. Ν. 7. 87· (ὡς ὁ Ἕρμαννος ὀρθῶς ἀναγινώσκει), Πλάτ. Νόμ. 795D: ― Παθ., στεροῦμαι, χάνω, τοιοῦδ’ ἀποβλαφθεῖσαν ἀρτίως φίλου Σοφ. Αἴ. 941, πρβλ. βλάπτω Ι. 2.
English (Slater)
ἀποβλάπτω harm σύνεσιν οὐκ ἀποβλάπτει φρενῶν (sc. Μοῖρα) (N. 7.60)
Greek Monolingual
ἀποβλάπτω (Α)
1. καταστρέφω εντελώς
2. (-ομαι) στερούμαι, χάνω κάτι.
Greek Monotonic
ἀποβλάπτω: μέλ. -ψω, καταστρέφω ολοσχερώς — Παθ., ἀποβλαφθῆναι φίλου, αποστερούμαι έναν φίλο, σε Σοφ.
Middle Liddell
to ruin utterly:— Pass., ἀποβλαφθῆναι φίλου to be robbed of a friend, Soph.