ἀποκληρωτικός

English (LSJ)

ἀποκληρωτική, ἀποκληρωτικόν,
A choosing or acting by lot or chance, at random, τὸ-κόν S.E.P.3.79; absurd, λόγος Phlp.in Mete.82.35, cf. Simp.in Cael.158.3, 161.21.
II assigning, allotting, δυνάμεις τοῦ κατ' ἀξίαν ἀ. Simp.in Epict.p.104 D.

Spanish (DGE)

-ή, -όν
I 1que actúa al azar, aleatorio τὸ μὲν γὰρ πρὸς ἀκρίβειαν ἐπιχειρεῖν ὁρίζειν τὸν τόπον ... ἀποκληρωτικόν S.E.P.3.79
irracional, absurdo λόγος Phlp.in Mete.82.35, Leont.Byz.M.86.1924A, cf. Simp.in Cael.158.3, 161.21, Dam.in Phd.210, Procl.in Ti.1.438.13
de forma indiscriminada Origenes Io.1.36.
2 que reparte, que asigna δυνάμεις τοῦ κατ' ἀξίαν ἀποκληρωτικάς Simp.in Epict.p.104.
II adv. -ῶς
1 caprichosamente, indiscriminadamente Origenes Io.10.3, Cels.3.23.
2 exclusivamente Eus.M.24.184D, Basil.M.32.185D.

German (Pape)

[Seite 307] nach dem Loose wählend, auf's Gerathewohl behauptend, Sext. Emp.

Russian (Dvoretsky)

ἀποκληρωτικός: зависящий от жребия, случайный Sext.

Greek (Liddell-Scott)

ἀποκληρωτικός: -ή, -όν, ὁ ἐκλέγων ἢ ἐνεργῶν διὰ κλήρου, ἤτοι κατὰ τύχην, Σεξτ. Ἐμπ. Π. 3. 79. ― Ἐπιρρ. -κῶς Ὠριγέν.

Greek Monolingual

-ή, -ό (Α ἀποκληρωτικός, -ή, -όν)
νεοελλ.
ο σχετικός με την αποκλήρωση
αρχ.
1. αυτός που εκλέγει με κλήρο, στην τύχη
2. «ἀποκληρωτικός λόγος» — ο ασαφής.