ἀποκράδιος

English (LSJ)

[ρᾰ], ον, plucked from the fig tree, AP6.300 (Leon.).

Spanish (DGE)

-ον
• Prosodia: [-ᾰ-]
cogido, cortado de una rama de higuera σῦκον AP 6.300 (Leon.).

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
cueilli à un figuier.
Étymologie: ἀπό, κράδη.

Russian (Dvoretsky)

ἀποκράδιος: (ρᾰ) сорванный со смоковницы (σῦκον Anth.).

Greek (Liddell-Scott)

ἀποκράδιος: -ον, ὁ ἀρτίως ἀποκοπεὶς ἀπὸ τῆς συκῆς, τοῦτο χλωρὸν σῦκον ἀποκράδιον Ἀνθ. Π. 6. 300.

Greek Monotonic

ἀποκράδιος: [ρᾰ],-ον (κράδη), αυτός που έχει αποκοπεί από τη συκιά, σε Ανθ.

Middle Liddell

κράδη
plucked from the fig-tree, Anth.