ἀποπελεκάω

English (LSJ)

hew or trim with an axe, Ar.Av.1156, Thphr. HP 5.5.6:—also ἀποπελεκίζω, AB438.

Spanish (DGE)

desbastar, descortezar con hacha τὰ ἔξω (τῶν ξύλων) Thphr.HP 5.5.6
tallar de los pájaros carpinteros τοῖς ῥύγχεσιν ... τὰς πύλας Ar.Au.1156.

German (Pape)

[Seite 318] mit dem Beile behauen, Ar. Av. 1156.

French (Bailly abrégé)

ἀποπελεκῶ :
tailler comme à coups de hache.
Étymologie: ἀπό, πελεκάω.

Russian (Dvoretsky)

ἀποπελεκάω: обтесывать словно топором (τὰς πύλας τοῖς ῥύγχεσιν Arph.).

Greek (Liddell-Scott)

ἀποπελεκάω: πελεκῶ, οἵ τοῖς ῥύγχεσιν ἀπεπελέκησαν τάς πύλας Ἀριστοφ. Ὄρν. 1156, Θεοφρ. Ἱστ. Φ. 5. 5, 6: - ὡσαύτως -πελεκίζω, Α. Β. 438. 17: - ἀποπελέκημα, τό, τεμάχιον ἐκ τοῦ πελεκηθέντος, Ἡσύχ. ἐν λέξει λατύπη.

Greek Monotonic

ἀποπελεκάω: μέλ. -ήσω, πελεκώ ή επιδιορθώνω με τσεκούρι, σε Αριστοφ.

Middle Liddell

to hew or trim with an axe, Ar.