πελεκάω

From LSJ

πεσούσης νυκτός, πάσα γυνὴ Λαΐς εστί → at nightfall, every woman is a Laïs | all cats are gray at night | all cats are gray by night | all cats are gray in the dark | all cats are grey at night | all cats are grey by night | all cats are grey in the dark | all women look the same with the lights off | when lights are out all women look the same

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πελεκάω Medium diacritics: πελεκάω Low diacritics: πελεκάω Capitals: ΠΕΛΕΚΑΩ
Transliteration A: pelekáō Transliteration B: pelekaō Transliteration C: pelekao Beta Code: peleka/w

English (LSJ)

(πέλεκυς)
A hew with an axe or shape with an axe, Od.5.244 (in Ep. form πελέκκησε), Hp. Art. 12, Ar. Av.1157, IG22.1666A81, B16, LXX 3 Ki.6.1 (5.18[32]); λίθοι πεπελεκημένοι Ph. Bel.82.5, cf. Supp.Epigr. 4.446.17,18,21 (Didyma, iii B. C.).
II sens. obsc., Arar. 5.

German (Pape)

[Seite 550] mit der Art behauen oder mit der Art zuhauen; in der epischen Form πελέκκησεν Od. 5, 244; ἦν δ' ὁ κτύπος αὐτῶν πελεκώντων ὥσπερ ἐν ναυπ ηγίῳ, Ar. Av. 1157; Sp. Vom Beischlafe, Araros bei B. A. 112.

French (Bailly abrégé)

πελεκῶ :
travailler avec la hache ou tailler avec la hache.
Étymologie: πέλεκυς.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πελεκάω [πέλεκυς] ep. aor. 3 sing. πελέκκησε, met een bijl bewerken.

Russian (Dvoretsky)

πελεκάω: (эп. 3 л. sing. aor. πελέκκησεν) обрубать, обтесывать (χαλκῷ τι Hom.): ὁ κτύπος πελεκώντων Arph. стук работающих топорами.

English (Autenrieth)

aor. πελέκκησεν: hew, shape with an axe, Od. 5.244†.

Greek Monolingual

πελεκῶ, πελεκάω, ΝΜΑ πέλεκυς
1. κόβω ξύλο με πέλεκυ ή κατεργάζομαι με πέλεκυ ξύλο ή αντικείμενο από ξύλο («ἦν δ' ὁ κτύπος αὐτῶν πελεκώντων ὥσπερ ἐν ναυπηγίῳ», Αριστοφ.)
2. σφυροκοπώ ακατέργαστους λίθους για να τους προσαρμόσω σε ορισμένη θέση («ἐργαλεῖον ᾧ τοὺς λίθους πελεκῶσι», Τζέτζ.)
νεοελλ.
1. ξυλοκοπώ, δέρνω ανηλεώς
2. κόβω σε τεμάχια, πετσοκόβω
3. φονεύω κάποιον κόβοντας τα μέλη του
αρχ.
(για άνδρα) έρχομαι σε σαρκική μίξη.

Greek Monotonic

πελεκάω: μέλ. -ήσω (πέλεκυς), πελεκώ ή σχηματίζω με τσεκούρι, Λατ. dolare, σε Ομήρ. Οδ. (σε Επικ. αορ. αʹ πελέκκησε), σε Αριστοφ.

Greek (Liddell-Scott)

πελεκάω: μέλλ. -ήσω, (πέλεκυς) ὡς καὶ νῦν, πελεκῶ, Λατ. dolare, Ὀδ. Ε. 244 (ἐν τῷ Ἐπικ. τύπῳ πελέκκησε), Ἱππ. π. Ἄρθ. 789, Ἀριστοφ. Ὄρν. 1157˙ λίθοι πεπελεκημένοι Φίλων ἐν Ἀρχ. Μαθ. 82˙ πρβλ. πέλεκκον, ἡμιπέλεκκον. ΙΙ. ἐπὶ αἰσχρᾶς σημασίας, ἡ σὴ θυγάτηρ, ὅτ’ ἐκεῖνος αὐτὴν ἐπελέκα Ἀραρὼς ἐν «Καινεῖ» 4.

Middle Liddell

πέλεκυς
to hew or shape with an axe, Lat. dolare, Od. (in epic aor1 πελέκκησε), Ar.