πελεκάω
εἰ μὴ προσέθηκα καὶ κατεσιώπησα ψυχήν μου, ὡς τὸ ἀπογεγαλακτισμένος ἐπὶ μητέρα αὐτοῦ → surely I have calmed and quieted my soul like a weaned child on its mother's shoulder
English (LSJ)
(πέλεκυς)
A hew with an axe or shape with an axe, Od.5.244 (in Ep. form πελέκκησε), Hp. Art. 12, Ar. Av.1157, IG22.1666A81, B16, LXX 3 Ki.6.1 (5.18[32]); λίθοι πεπελεκημένοι Ph. Bel.82.5, cf. Supp.Epigr. 4.446.17,18,21 (Didyma, iii B. C.).
II sens. obsc., Arar. 5.
German (Pape)
[Seite 550] mit der Art behauen oder mit der Art zuhauen; in der epischen Form πελέκκησεν Od. 5, 244; ἦν δ' ὁ κτύπος αὐτῶν πελεκώντων ὥσπερ ἐν ναυπ ηγίῳ, Ar. Av. 1157; Sp. Vom Beischlafe, Araros bei B. A. 112.
French (Bailly abrégé)
πελεκῶ :
travailler avec la hache ou tailler avec la hache.
Étymologie: πέλεκυς.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
πελεκάω [πέλεκυς] ep. aor. 3 sing. πελέκκησε, met een bijl bewerken.
Russian (Dvoretsky)
πελεκάω: (эп. 3 л. sing. aor. πελέκκησεν) обрубать, обтесывать (χαλκῷ τι Hom.): ὁ κτύπος πελεκώντων Arph. стук работающих топорами.
English (Autenrieth)
aor. πελέκκησεν: hew, shape with an axe, Od. 5.244†.
Greek Monolingual
πελεκῶ, πελεκάω, ΝΜΑ πέλεκυς
1. κόβω ξύλο με πέλεκυ ή κατεργάζομαι με πέλεκυ ξύλο ή αντικείμενο από ξύλο («ἦν δ' ὁ κτύπος αὐτῶν πελεκώντων ὥσπερ ἐν ναυπηγίῳ», Αριστοφ.)
2. σφυροκοπώ ακατέργαστους λίθους για να τους προσαρμόσω σε ορισμένη θέση («ἐργαλεῖον ᾧ τοὺς λίθους πελεκῶσι», Τζέτζ.)
νεοελλ.
1. ξυλοκοπώ, δέρνω ανηλεώς
2. κόβω σε τεμάχια, πετσοκόβω
3. φονεύω κάποιον κόβοντας τα μέλη του
αρχ.
(για άνδρα) έρχομαι σε σαρκική μίξη.
Greek Monotonic
πελεκάω: μέλ. -ήσω (πέλεκυς), πελεκώ ή σχηματίζω με τσεκούρι, Λατ. dolare, σε Ομήρ. Οδ. (σε Επικ. αορ. αʹ πελέκκησε), σε Αριστοφ.
Greek (Liddell-Scott)
πελεκάω: μέλλ. -ήσω, (πέλεκυς) ὡς καὶ νῦν, πελεκῶ, Λατ. dolare, Ὀδ. Ε. 244 (ἐν τῷ Ἐπικ. τύπῳ πελέκκησε), Ἱππ. π. Ἄρθ. 789, Ἀριστοφ. Ὄρν. 1157˙ λίθοι πεπελεκημένοι Φίλων ἐν Ἀρχ. Μαθ. 82˙ πρβλ. πέλεκκον, ἡμιπέλεκκον. ΙΙ. ἐπὶ αἰσχρᾶς σημασίας, ἡ σὴ θυγάτηρ, ὅτ’ ἐκεῖνος αὐτὴν ἐπελέκα Ἀραρὼς ἐν «Καινεῖ» 4.
Middle Liddell
πέλεκυς
to hew or shape with an axe, Lat. dolare, Od. (in epic aor1 πελέκκησε), Ar.