ἀποσκηνόω
English (LSJ)
A keep apart from, τὰ ὦτα τῶν Μονσῶν Plu.2.334b: also intr. in Act., μακρὰν ἀ. τῶν ἰδίων Id.2.627a, cf. Eum.15, Demetr.9.
2 remove one's habitation, LXX Ge.13.18.
Spanish (DGE)
I intr.
1 levantar las tiendas ἀποσκηνώσας Αβραμ ἐλθὼν κατῴκησεν παρὰ τὴν δρῦν LXX Ge.13.18.
2 acampar aparte, montar la tienda a cierta distancia τοὺς ἐσχάτους τῶν πρώτων ἀποσκηνοῦν ὁμοῦ τι χιλίους σταδίους Plu.Eum.15, cf. Demetr.9
•fig. alejarse, distar μακρὰν ... τών ἰδίων Plu.2.627a.
II tr., fig. alejar, mantener apartado οὕτω μακρὰν ἀπεσκηνώκει τὰ ὦτα τῶν Μουσῶν Plu.2.334b.
German (Pape)
[Seite 324] 1) entfernt sein Zelt aufschlagen, lagern, πόῤῥω ἀπεσκήνουν τῶν Ἑλλήνων Xen. An. 3, 4, 35; ἀπεσκήνωσε χωρίς Plut. Demetr. 9; μὴ ἀποσκήνου τῶν ἰδίων (wo man ἀποσκηνοῦ ändern will) Symp. 1, 9, 1; übertr., entfernt halten, ἀπεσκηνώκει τὰ ὦτα τῶν μουσῶν Alex. fort. 2, 1. – 2) aus dem Lager aufbrechen, LXX.
French (Bailly abrégé)
ἀποσκηνῶ :
vivre à part, fig. être étranger à, gén..
Étymologie: ἀπόσκηνος.
Russian (Dvoretsky)
ἀποσκηνόω: = ἀποσκηνέω.
Greek (Liddell-Scott)
ἀποσκηνόω: ἔχω ἢ τηρῶ τι μακράν τινος, ἀπεσκηνώκει μακρὰν τὰ ὦτα τῶν μουσῶν Πλούτ. 2. 334Β: ― Παθ., = ἀποσκηνέω, ὁ αὐτ. 2. 627Α· ἀλλ. ὡσαύτως, ἀμετάβ. ἐν τῷ ἐνεργ., ὁ αὐτ. Εὐμ. 15, Δημήτρ. 9· (ἴδε ἀποσκηνέω). 2) μεταφέρω τὴν κατοικίαν μου, ἀλλάσσω κατοικίαν, Ἑβδ. (Γεν. ιγ΄, 18).
Greek Monotonic
ἀποσκηνόω: μέλ. -ώσω·
I. κρατώ κάτι μακριά από κάποιον, σε Πλούτ.
II. = ἀποσκηνέω, στον ίδ.
Middle Liddell
[From ἀπόσκηνος
I. to keep apart from, Plut.
II. = ἀποσκηνέω, Plut.