ἀρτιασμός

English (LSJ)

ὁ, game of odd and even, Arist.Rh.1407b3.

Spanish (DGE)

-οῦ, ὁ
juego a pares o nones con nueces, monedas, etc. Arist.Rh.1407b3, Phld.Rh.2.239Aur., Tz.Comm.Ar.1.215.22, 27.

German (Pape)

[Seite 361] ὁ, das Paar- od. Unpaarspielen, Arist. rhet. 3, 5, 1.

French (Bailly abrégé)

οῦ (ὁ) :
jeu à pair ou impair.
Étymologie: ἀρτιάζω.

Russian (Dvoretsky)

ἀρτιασμός:игра в чет и нечет Arst.

Greek (Liddell-Scott)

ἀρτιασμός: ὁ, (ἀρτιάζω) ἡ παιδιὰ τοῦ ἀρτιάζειν, τὸ παιγνίδιον «μονὰ ζυγά», Ἀριστ. Ρητ. 3. 5, 4.

Greek Monolingual

ἀρτιασμός, ο (Α) αρτιάζω
το παιχνίδι «μονά ζυγά».

Greek Monotonic

ἀρτιασμός: ὁ, το παιχνίδι μονά ζυγά, σε Αριστ.

Middle Liddell

[from ἀρτιάζω
the game of odd and even, Arist.