ἀρχαιότροπος
English (LSJ)
ἀρχαιότροπον, old-fashioned, ἐπιτηδεύματα Th.1.71, cf. Ph.2.458, Iamb.Protr.21; of a person, D.C.59.29. Adv. ἀρχαιοτρόπως Dam.Pr.5.
Spanish (DGE)
-ον
I 1c. connotaciones posit. propio de los antiguos ἀρχαιοτρόπῳ ζηλώσει con un celo propio de los antiguos Ph.2.458, ἀ. ... πίνος pátina de antigüedad Iambl.VP 157, ἀ. ἐστι ἡ ... τῆς ποιητικῆς ἰδέα Sch.Hes.Op.proem.
•subst. τὸ ἀ. Iambl.Protr.21.
2 c. connotaciones peyor. anticuado ἀρχαιότροπα ὑμῶν τὰ ἐπιτηδεύματα πρὸς αὐτούς ἐστιν vuestra política con respecto a ellos es anticuada Th.1.71, de pers. ἀ. τις ἀνήρ D.C.59.29.2.
II adv. -ως a la antigua Dam.Pr.5, Tz.ad Hes.p.30.
German (Pape)
[Seite 364] von alter Sitte, alterthümlich, ἐπιτηδεύματα Thuc. 1, 71. Bei Harpocr. ἀρχαιοτρόπως λέγειν, als Erkl. von ἀρχαίως, w. m. s.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
conforme aux mœurs antiques ; arriéré.
Étymologie: ἀρχαῖος, τρόπος.
Russian (Dvoretsky)
ἀρχαιότροπος: старинный (ἐπιτηδεύματα Thuc.).
Greek (Liddell-Scott)
ἀρχαιότροπος: -ον, ὁ κατ’ ἀρχαῖον τρόπον, ἀρχαϊκός, ἐπιτηδεύματα Θουκ. 1. 71· ἐπὶ ἀνθρώπου, ἀρχαιότροπός τις ἀνὴρ ὁ Χαιρέας ἦν Δίων Κ. 59. 29. ― Ἐπίρρ. -πως Φωτ. Βιβλ. κῶδ. 119, σ. 93, 41, κῶδ. 202, σ. 163, 38, Τζέτζ. κλ.
Greek Monolingual
-η, -ο (Α ἀρχαιότροπος, -ον)
ο αρχαϊκός, αυτός που ακολουθεί αρχαίους ή αρχαία υποδείγματα.
Greek Monotonic
ἀρχαιότροπος: -ον, αρχαϊκός, παλιομοδίτης, απαρχαιωμένος, σε Θουκ.
Middle Liddell
old-fashioned, Thuc.