ἀσκαρδαμυκτί
English (LSJ)
Adv. of ἀσκαρδάμυκτος, without winking, with unchanged look, X.Cyr.1.4.28, Luc.Tim.14, Gal.7.91, Poll.2.67, v.l.in Ar.Eq.292.
Spanish (DGE)
adv. sin pestañear ὁρᾶν X.Cyr.1.4.28, cf. Luc.Tim.14, Cat.26, Gal.7.91, Poll.2.67, Soz.HE 3.16.8.
French (Bailly abrégé)
adv.
sans cligner les yeux.
Étymologie: ἀ, σκαρδαμύσσω.
German (Pape)
ohne zu blinzeln, ὁρᾶν Xen. Cyr. 1.4.28; Luc. Tim. 14.
Russian (Dvoretsky)
ἀσκαρδᾰμυκτί: adv. не моргая глазами, т. е. пристально (ὁρᾶν Xen., Luc.).
Greek (Liddell-Scott)
ἀσκαρδᾰμυκτί: Ἐπίρρ. ἐκ τοῦ ἀσκαρδάμυκτος, χωρὶς νὰ κλείσῃ τις τοὺς ὀφθαλμούς, ἀτενῶς, Ξεν. Κύρ. 1. 4, 28, κτλ.
Greek Monotonic
ἀσκαρδᾰμυκτί: επίρρ., χωρίς να κινηθούν τα βλέφαρα, χωρίς να ανοιγοκλείσουν τα βλέφαρα, πολύ γρήγορα, ακαριαία, σε Ξεν.
Middle Liddell
Mantoulidis Etymological
(=χωρίς νά κλείνει κανείς τά βλέφαρα, ἀτενῶς). Ἀπό τό ἐπίθετο ἀσκαρδάμυκτος (α στερητ. + σκαρδαμύσκω = κλείνω τά βλέφαρα). Δές γιά περισσότερα παράγωγα στό ρῆμα σκαρδαμύσσω.