ἀσκεύαστος

English (LSJ)

ἀσκεύαστον, not made by art, natural, κάλλος Philostr.Im.2.9.

Spanish (DGE)

-ον
no afectado, natural κάλλος Philostr.Im.2.9.5, de ungüentos, Sch.Call.Lau.Pall.25.

German (Pape)

[Seite 371] nicht künstlich zugerichtet, ungeschminkt, κάλλος Philostr. p. 826, 3.

Greek (Liddell-Scott)

ἀσκεύαστος: -ον, ὁ μὴ διὰ τέχνης κατασκευασθείς, μὴ τεχνητός, ἀνεπιτήδευτος, φυσικός, ἀσκεύαστον τὸ κάλλος Φιλόστρ. 826.

Greek Monolingual

ἀσκεύαστος, -ον (AM)
ο ανεπιτήδευτος, ο φυσικός
μσν.
ο ευνούχος.