ἀστροειδής

English (LSJ)

ἀστροειδές, starlike, starry, Ph.1.485 (Sup.), Hierocl. in CA27p.483M.; ἀ. περίοδος like that of the stars, Str.3.5.8.

Spanish (DGE)

-ές
1 regido por los astros ἀ. περίοδος de la marea, Str.3.5.8.
2 semejante a las estrellas εἰς κατάταξιν ἀστροειδῆ Hierocl.in CA 27.3.

German (Pape)

[Seite 377] ές, sternartig, -ähnlich, Strab.

Greek (Liddell-Scott)

ἀστροειδής: -ές, ἀστεροειδής, Φίλων 1. 485· ἀστρ. περίοδος, ὁμοιάζουσα πρὸς τὴν τῶν ἀστέρων, Στράβ. 173.

Greek Monolingual

-ές (AM ἀστροειδής, -ές)
αυτός που μοιάζει με άστρο.

Translations

starry

Bulgarian: звезден; Catalan: estelat; French: étoilé; Galician: estrelado; German: sternenklar, gestirnt, bestirnt; Greek: έναστρος; Ancient Greek: ἀστέριος, ἀστεροειδής, ἀστερόεις, ἀστερωπός, ἀστραῖος, ἀστροειδής, ἀστρῷος, ἔναστρος, πολύαστρος; Icelandic: stjörnubjartur; Ingrian: tähekäs; Irish: réaltach, réaltógach; Italian: stellato; Latin: stellatus, sidereus; Macedonian: ѕвезден; Old English: āstierred; Polish: gwieździsty, gwiaździsty, gwiezdny, rozgwieżdżony; Portuguese: estrelado; Romanian: înstelat; Russian: звёздный; Spanish: estrellado, estelífero, astrífero; Turkish: yıldızlı; Welsh: serennog, serog