ἀστέριος

From LSJ

ἀρκετὸν τῇ ἡμέρᾳ ἡ κακία αὐτῆς → sufficient unto the day is the evil thereof, each day has enough trouble of its own, there is no need to add to the troubles each day brings (Matthew 6:34)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀστέριος Medium diacritics: ἀστέριος Low diacritics: αστέριος Capitals: ΑΣΤΕΡΙΟΣ
Transliteration A: astérios Transliteration B: asterios Transliteration C: asterios Beta Code: a)ste/rios

English (LSJ)

ἀστερία, ἀστέριον, also ἀστέριος, ἀστέριον,
A starred, starry, Arat.695; ἀστερία ἄμαξα = Ἄρκτος, Call.Fr.146; κύτος, of the sphere of the fixed stars, Vett.Val.172.32.
2 of a star, (σῶμα) Porph.Chr. 35; ὕλη Orph.Fr.353.
II ἀστέριον, τό, a kind of spider, Nic. Th.725.
III ἀστέριον, τό, name of a plant, Crateuas Fr.10; = κορωνόπους, Ps.-Dsc.2.130 (prob. for ἄστριον) = σφονδύλιον, Id.3.76; = κάνναβις ἥμερος, ib.148; = ἀστὴρ Ἀττικός, Id.4.119.
IV ἀστέριον, τό, = ἀστήρ VI, Dsc.Eup.2.30.
V ἀστέριος λίθος = meteoric stone, D.P.328.

Spanish (DGE)

-α, -ον
• Morfología: [-ος, -ον Arat.695]
1 estrellado, que tiene estrellas νύξ Arat.l.c., περιωπή AP 9.208, ἀστέριον κύτος = bóveda estrellada, de la esfera celeste, Vett.Val.163.26
ἀστερία ἄμαξα = la Osa Mayor Call.Fr.228.5.
2 propio de las estrellas ὕλη Orph.Fr.353, neutr. subst. κἂν ἀστέριον ἐξ αἰθερίου σώματος μεταβιβάσῃς, οὐκ ὑποστήσεται Porph.Chr.35.
3 ἀστέριος λίθος = una piedra preciosa prob. zafiro o cimofana D.P.328, lat. asteria Plin.HN 37.131; cf. ἄστριος.

German (Pape)

[Seite 375] gestirnt, νύξ Arat. 695.

Russian (Dvoretsky)

ἀστέριος: звездный (περιωπή Anth.).

Greek (Liddell-Scott)

ἀστέριος: -α, -ον, καὶ ος, ον, ὁ ἐξ ἀστέρων, ἀστερόεις, Ἄρατ. 695· ἀστερίαν ὑφ’ ἅμαξαν (ἴδε ἐν λ. ἄρκτος) Καλλ. Ἀποσπ. 146. ΙΙ. ἀστέριον, τὸ, εἶδος ἀράχνης, Νικ. Θ. 726· - εἶδος φυτοῦ, ἀστήρ Ἀττικός, εἶδε ἀστήρ V.

Greek Monolingual

ἀστέριος, -α, -ον (Α) αστήρ
1. αυτός που αποτελείται από αστέρια
2. «ἀστέριος λίθος» — είδος ορυκτού, αστερίτης
3. το ουδ. ως ουσ. α) είδος αράχνης
β) ονομασία διαφόρων φυτών (σφονδύλιον, κάνναβις η ήμερος, κορωνόπους, αστήρ ο αττικός)
γ) είδος πηλού που το χρησιμοποιούσαν για σφραγίδες και στην ιατρική.

Translations

starry

Bulgarian: звезден; Catalan: estelat; French: étoilé; Galician: estrelado; German: sternenklar, gestirnt, bestirnt; Greek: έναστρος; Ancient Greek: ἀστέριος, ἀστεροειδής, ἀστερόεις, ἀστερωπός, ἀστραῖος, ἀστροειδής, ἀστρῷος, ἔναστρος, πολύαστρος; Icelandic: stjörnubjartur; Ingrian: tähekäs; Irish: réaltach, réaltógach; Italian: stellato; Latin: stellatus, sidereus; Macedonian: ѕвезден; Old English: āstierred; Polish: gwieździsty, gwiaździsty, gwiezdny, rozgwieżdżony; Portuguese: estrelado; Romanian: înstelat; Russian: звёздный; Spanish: estrellado, estelífero, astrífero; Turkish: yıldızlı; Welsh: serennog, serog