ἀστρῷος
ποιητὴς, ὁπόταν ἐν τῷ τρίποδι τῆς Μούσης καθίζηται, τότε οὐκ ἔμφρων ἐστίν → whenever a poet is seated on the Muses' tripod, he is not in his senses
English (LSJ)
α, ον (also ος, ον Sch.A.R.1.936), starry, οἶκος AP9.400 (Pall.); ἀ. ἀνάγκη the law of the stars, ib.505.14; ἀ. οὐρανοῦ διάθεσις Phlp. in Mete.117.20; ἀ. θεοί Procl. in Cra.p.49P.; ψυχαί ib.p.87 P., Herm. in Phdr.p.130A.; σώματα Alex.Aphr.Pr.1.116.
Spanish (DGE)
-α, -ον
1 de las estrellas ἀ. ἀνάγκη ley de las estrellas, AP 9.505.14.
2 estrellado ἀ. οὐρανοῦ διάθεσις Phlp.in Mete.117.20, cf. Sch.A.R.1.936.
3 estelar τῆς παρθένου τὸν οἶκον ἀστρῷον βλέπων AP 9.400 (Pall.), θεοί Procl.in Cra.99, ψυχαί Procl.in Cra.152, Herm.in Phdr.154, σώματα Alex.Aphr.Pr.1.116.
German (Pape)
[Seite 378] von den Sternen herrührend, ἀνάγκη Epigr. (IX, 505, 14); οἶκος, von einem Sternbilde, Pallad. 115 (IX, 400); aber άετός, ein den Sternen zugewandter Adler.
French (Bailly abrégé)
α, ον :
des astres, qui concerne les astres.
Étymologie: ἄστρον.
Russian (Dvoretsky)
ἀστρῷος: звездный (οἶκος, ἀνάγκη Anth.).
Greek (Liddell-Scott)
ἀστρῷος: -α, -ον, καὶ παρὰ Γραμμ. ος, ον, = ἀστρικός, ἀστερόεις, τὸν οἶκον ἀστρῷον βλέπων· εἰς οὐρανόν γάρ ἐστι σοῦ τὰ πράγματα Ἀνθ. Π. 9. 400· ἀστρῷη… ἀνάγκη, ὁ τῶν ἀστέρων νόμος, αὐτόθι 505. 14.
Greek Monolingual
ἀστρῷος, -α, -ον (Α)
αυτός που έχει σχέση με τ' άστρα ή που προέρχεται απ' αυτά.
Greek Monotonic
ἀστρῷος: -α, -ον (ἄστρον), έναστρος, σε Ανθ.· ἀστρῷα ἀνάγκη, ο νόμος των άστρων, στο ίδ.
Middle Liddell
ἄστρον
starry, Anth.; ἀστρ. ἀνάγκη the law of the stars, Anth.
Translations
starry
Bulgarian: звезден; Catalan: estelat; French: étoilé; Galician: estrelado; German: sternenklar, gestirnt, bestirnt; Greek: έναστρος; Ancient Greek: ἀστέριος, ἀστεροειδής, ἀστερόεις, ἀστερωπός, ἀστραῖος, ἀστροειδής, ἀστρῷος, ἔναστρος, πολύαστρος; Icelandic: stjörnubjartur; Ingrian: tähekäs; Irish: réaltach, réaltógach; Italian: stellato; Latin: stellatus, sidereus; Macedonian: ѕвезден; Old English: āstierred; Polish: gwieździsty, gwiaździsty, gwiezdny, rozgwieżdżony; Portuguese: estrelado; Romanian: înstelat; Russian: звёздный; Spanish: estrellado, estelífero, astrífero; Turkish: yıldızlı; Welsh: serennog, serog