ἀσφάλισμα
English (LSJ)
[φᾰ], ατος, τό, pledge, security, BGU248.8 (i A.D.), 601.7 (ii A. D.).
Spanish (DGE)
-ματος, τό
1 prenda, garantía, BGU 248.8 (I d.C.), PMerton 32.8 (IV d.C.), Basil.M.30.481C, Chrys.M.63.112.
2 escritura o contrato de propiedad, SB 12021.6 (IV d.C.).
3 riendas glos. a λέπαδνα Sch.Gen.Il.5.730.
German (Pape)
[Seite 381] τό, Sicherstellung, Pfand, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
ἀσφάλισμα: τὸ, κατὰ τὸ Βυζαντιακὸν δίκαιον ἐνέχυρον καθόλου, ἀσφάλεια, Ἰω. Χρυσ. τ. 2. σ. 372Β, τ. 3. σ. 78Α, κλ.